Ο Νταχαρές

Βασικό ρυθμικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των μεμβρανοφώνων.Συνήθως κατασκευάζεται από τους ίδιους τους οργανοπαίκτες, με κατσικίσιο δέρμα και το στεφάνι (ένα ξύλινο τελάρο) από ξύλο καρυδιάς, καστανιάς ή οξιάς.
Το τελάρο έχει ύψος συνήθως 5-6 εκατοστά και διάμετρο 20-40 εκατοστά. Το δέρμα κολλιέται ή καρφώνεται στην άκρη του κυλινδρικού σκελετού. Για να έχει αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό ήχο, προσθέτουν γύρω – γύρω, στο στεφάνι, 6-10 ζιλιά (μεταλλικά κύμβαλα), ώστε με το χτύπημα του χεριού στη μεμβράνη, τα ζιλιά να κουνιούνται και έτσι ν΄ ακούγεται συγχρόνως και η μεταλλική κουδουνιστή φωνή της.
Όμως από χωριό σε χωριό και από οργανοπαίκτη σε οργανοπαίκτη ποικίλλουν οι διαστάσεις ανάλογα με το ηχόχρωμα της συνοδείας ή του παιξίματος.
Ο νταϊρές παίζεται μόνο με το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό χρησιμεύει για την στήριξη του οργάνου. Τα χτυπήματα στον νταχαρέ είναι σε δυο θέσεις. Στο κέντρο όπου δίνει βαθύ ήχο με όγκο και συμπίπτει με τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, και στο άκρο όπου δίνει οξύτερο ήχο (σ΄ αυτό βοηθάνε και τα ζιλιά) και ταυτίζεται με τους αδύνατους ή «κόντρα» ήχους του μέτρου. Ένας δεξιοτέχνης μπορεί να παίξει με τα δάχτυλα και των δύο χεριών ή να δημιουργήσει ιδιαίτερους ήχους σέρνοντας βίαια στη μεμβράνη τον αντίχειρα ή το δείκτη του. Γενικά μπορούμε να πούμε πως είναι όργανα με μεγάλες εκφραστικές και τεχνικές δυνατότητες.
Στην περιοχή της Δράμας, χωριά που συναντάμε τον νταϊρέ είναι: Πετρούσα, Πύργοι, Βώλακας, Ξηροπόταμος, Μοναστηράκι, Καλή Βρύση, Μικρόπολη, Προσοτσάνη και Παγονέρι.

Η Ιστορία του οργάνου

Ο νταχαρές είναι το αρχαιοελληνικό τύμπανον. Η ιστορία του είναι τόσο παλιά όσο και η μητριαρχία. Χάνεται δηλαδή στα βάθη του χρόνου και του μύθου. Είναι το πρώτο μεμβρανόφωνο όργανο που χρησιμοποίησε ποτέ ο άνθρωπος, γι’ αυτό και υπάρχει σε διαφορετικά μεγέθη με διαφορετικό όνομα και με διαφορετικές τεχνικές παιξίματος σχεδόν σε κάθε χώρα.

Χρησιμοποιούνταν κυρίως από γυναίκες σε τελετές θρησκευτικού-οργιαστικού περιεχομένου (ο όρος «οργιαστικός» δεν πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα· επρόκειτο για τελετές κυρίως ψυχοθεραπευτικές – όπως η σημερινή ομαδική ψυχοθεραπεία). Οι τελετές αυτές έχουν τις ρίζες τους στις πανάρχαιες προϊστορικές μητριαρχικές κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου.

Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία του οργάνου θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Ρέα-Κυβέλη-«Μεγάλη Μητέρα του επάνω και του κάτω κόσμου», τα μυστηριακά τελετουργικά της Μεγάλης Μητέρας και το συμβολισμό του κύκλου στη φιλοσοφία (ένωση του πνεύματος με την ύλη).

Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία της κατασκευής του θα πρέπει να ανατρέξουμε στα απλά οικιακά σκεύη που λειτουργούσαν ανέκαθεν και ως μουσικά όργανα, π.χ. κόσκινα και ταψιά (χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ως μουσικά όργανα σε αρκετές περιοχές). Τα ταψιά ή τα κόσκινα που συνόδευαν τους γυναικείους χορούς και τα τραγούδια ντύθηκαν αργότερα με δέρματα και έγιναν νταχαρέδες.

Αναφορές για παίξιμο νταχαρέ έχουμε στην Ελένη του Ευριπίδη, στις Σφήκες του Αριστοφάνη και αλλού (με διαφορετικές βέβαια ονομασίες). Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια το συναντάμε με ονομασίες όπως: πληθία (τα), ανακαράδες (οι) και σείστρον (παρόλο που σείστρον ονομάζεται και άλλο μουσικό όργανο). Σε χειρόγραφο κείμενο του 10ου αιώνα (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) εμφανίζεται το πλήθος να επευφημεί τους νεόνυμφους έξω από την εκκλησία με «πληθία» και «χειροκύμβαλα».

Συνήθεις συνδυασμοί ήταν: λύρα-ντέφι (με τρόπο παρόμοιο με αυτό των δραμινών λυρών και ντεφιών και γκάιντας).

Τρόπος παιξίματος
Ο νταχαρές κρατιέται στο ένα χέρι και παίζεται με το άλλο συνήθως με τα δάχτυλα, από δεξιοτέχνες, ή με την παλάμη: στο κέντρο οι ισχυροί τόνοι, προς την περιφέρεια οι αδύνατοι. Ένας δεξιοτέχνης μπορεί να παίξει με τα δάχτυλα και των δύο χεριών ή να δημιουργήσει ιδιαίτερους ήχους σέρνοντας βίαια στη μεμβράνη τον αντίχειρα ή το δείκτη του. Γενικά μπορούμε να πούμε πως είναι όργανα με μεγάλες εκφραστικές και τεχνικές δυνατότητες.