Γιορτή του Θεού

Στην όμορφη Μικρόπολη αναβιώνονται οι παραδόσεις, με τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται και είναι αφιερωμένες, στη γιορτή του Θεού. Μια γιορτή που περικλείει στοιχεία θρησκευτικά, αιτιολογικά και μυθολογικά. Γιορτή του Θεού, γιορταζόταν και γιορτάζεται μόνο στη Μικρόπολη και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοί της. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο στους κατοίκους της Μικρόπολης. Το επιβεβαιώνουν οι πολλοί ναοί και τα παρεκκλήσια που ξεπερνούν τα 20, σκορπισμένα σε μια ακτίνα γύρω και μέσα στη Μικρόπολη. Η γιορτή του Θεού γιορτάζεται από το 1850, ή το 1885. Οι γεροντότεροι επιμένουν και προτιμούν να την αποκαλούν „Η Γιορτή για τον Θεό“.

Στο λόφο του Αϊ-Γιώργη, υπήρχε ένα πέτρινο εκκλησάκι με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και μπροστά της ένα ταπεινό καντηλάκι. Δίπλα του υπήρχε μια πηγή και μέσα από τις πέτρες ανάβλυζε νερό, το άγιασμα. Εκεί μαζεύονταν οι χριστιανοί και γιόρταζαν την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Αρχικά προσεύχονταν στον Θεό και στον προστάτη τους Άγιο Γεώργιο.

Μετά τρώγανε και διασκέδαζανε τραγουδώντας υπό τους ήχους των τοπικών παραδοσιακών μουσικών οργάνων, της γκάιντας και του νταχαρέ.

Σπάνια φωτογραφία με τις Γκάιντες την ημέρα του Θεού

Εκείνη τη χρονιά το 1850, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, παρόλο που οι Τούρκοι κατακτητές εξουσίαζαν την Μικρόπολη, οι Χριστιανοί ανέβηκαν στον λόφο και γιόρταζαν. Την ώρα του γλεντιού άρχισαν να ρίχνουν τουφεκιές στον αέρα, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Οι Τούρκοι ενοχλημένοι θέλησαν να σταματήσουν την γιορτή και ξεκίνησαν με τα γιαταγάνια να σκοτώσουν τους χριστιανούς.

Ανέβηκαν προς το λόφο και μόλις πλησίασαν το εκκλησάκι έγινε μεγάλος σεισμός. Οι Χριστιανοί γονάτισαν και προσευχήθηκαν. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι και φοβισμένοι, σήκωσαν τα μάτια και τα χέρια προς τον ουρανό και φώναζαν: Αλλάχ – Αλλάχ.. (Θεέ – Θεέ).Από τότε καθιερώθηκε να γιορτάζεται μια μέρα αφιερωμένη στο Θεό για το θαύμα, όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι της Μικρόπολης, που έκανε ο Θεός και σώθηκαν. Από την χρονιά που έγινε ο σεισμός οι Τούρκοι σταμάτησαν να ενοχλούν τους Έλληνες Χριστιανούς.

Την γιορτή του Αγίου Γεωργίου την γιόρταζαν στη μέρα της, μια μέρα της Άνοιξης, μετά το Πάσχα, Δευτέρα, Τρίτη ή Πέμπτη, μέρες που δε νηστεύουν οι Χριστιανοί και την αφιέρωναν στο Θεό για να τον ευχαριστήσουν που τους γλίτωσε από την μανία των Τούρκων.Συγκεντρωνόταν όλοι οι κάτοικοι επάνω στο λόφο του Αϊ-Γιώργη και μετά τη δοξολογία και την προσευχή τους που απηύθυναν προς το Θεό, γλεντούσαν.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας στη γιορτή συμμετείχαν και οι Τούρκοι. Τότε καθιερώθηκε το κουρμπάνι, δηλαδή η σφαγή ζώου, το ψήσιμο και το μοίρασμα σ‘ όλους τους συνεορτάζοντες.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, οι κάτοικοι της Μικρόπολης, γιόρταζαν πανηγυρικά πλέον την „Γιορτή του Θεού“, οργάνωναν με φροντίδα την γιορτή και συμμετείχαν όλοι ελεύθεροι και χαρούμενοι.

Αναφέρουμε και μια άλλη άποψη για την καθιέρωση της γιορτής, σύμφωνα με τις καταγραφές μας, που ξεκινούν πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1600 πριν από 4 αιώνες. Οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να εξοντώσουν τον Ελληνισμό με οποιοδήποτε τρόπο. Τότε επενέβη η Ρωσία και απετράπη για μερικά χρόνια η εξόντωση. Αργότερα όμως οι Τούρκοι επέμεναν στην απόφασή τους και σχεδίαζαν γενική σφαγή των χριστιανών κατοίκων.

Οι Έλληνες τρομοκρατημένοι ανέβηκαν στο βουνό για να σωθούν. Οι νεότεροι κρύφτηκαν στο βουνό, στην θέση „Γκιαούρ-Ντερέ“, που σημαίνει των Ρωμιών η τρύπα, και βρίσκεται αριστερά του δρόμου που οδηγεί στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, στην χαράδρα πηγαίνοντας στο βουνό με τις καστανιές. Κρύφτηκαν στην σπηλιά και ως εκ θαύματος η είσοδός της καλύφθηκε από πυκνό ιστό αράχνης.

Όταν μπήκαν οι Τούρκοι ήταν αδύνατον να τους δουν και πείστηκαν ότι δεν μπορούσαν οι Έλληνες να μπουν στη σπηλιά χωρίς να καταστραφεί ο ιστός της αράχνης κι έτσι έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς το εκκλησάκι. Οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα πρόλαβαν και έφτασαν μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, φοβισμένοι από τα σπαθιά και την οργή των Τούρκων και φώναζαν απεγνωσμένα και προσεύχονταν στο Θεό για την σωτηρία τους: «Θεέ μου, Θεέ μου σώσε μας».

Τότε σαν από θαύμα έγινε πολύ δυνατός σεισμός και έβγαιναν από τη γη πυκνά σύννεφα σκόνης. Ο δυνατός σεισμός τρομοκράτησε τους Τούρκους, οι οποίοι παραμέρισαν τα εξοντωτικά τους σχέδια και πείσθηκαν ότι του γκιαούρηδες τους προστατεύει ο Αλλάχ.

Απο τότε εις ανάμνηση της σωτηρίας τους οι Χριστιανοί γιορτάζουν τη „Μέρα για το Θεό“.

Η Γιορτή του Θεού, μετά την απελευθέρωση, γιορταζόταν με πανηγυρικό τρόπο, σύμφωνα πάντα με όσα καταγράψαμε. Περιγράφουμε το όμορφο αυτό και ιδιότυπο έθιμο, μπαίνοντας στις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που μας διηγήθηκαν οι υπερήλικες κάτοικοι της Μικρόπολης.


Η πρώτη φροντίδα της προετοιμασίας της γιορτής ήταν των γυναικών. Οι γυναίκες αποφάσιζαν σε ποιο σπίτι θα γινόταν το ψήσιμο του κρέατος. Το κρέας το έφερνε κάθε γυναίκα από το σπίτι της και προοριζόταν για την οικογένειά της. Το απόγευμα της παραμονής της γιορτής, συγκεντρωνόταν όλες οι γυναίκες στην αυλή του σπιτιού που είχαν ορίσει και άρχιζε η προετοιμασία.

Η γυναίκα που θα φούρνιζε την επομένη, κρατούσε ένα λουλούδι, συνήθως τριαντάφυλλο. Ήταν δεμένο με μια κλωστή και το έριχνε σ‘ ένα κιούπι με νερό, κάνοντας μια ευχή και λέγοντας τις φράσεις: „Να ‚μαστι καλά, να ‚χουμι τη ‚γεια μας, και του χρόνου“.

Το κιούπι το σκέπαζαν με μια ποδιά και το άφηναν όλη τη νύχτα κάτω από μια τριανταφυλλιά. Το πρωί της γιορτής πήγαιναν οι γυναίκες για να φουρνίσουν το κρέας. Αφού έβαζαν το κρέας στο φούρνο, έπαιρναν το κιούπι με τα λουλούδια, το ξεσκέπαζαν κι ένα κορίτσι αφού είχε καλυμμένο το κεφάλι του με τσεμπέρι, καθόταν δίπλα του. Το κορίτσι διάλεγε ένα λουλούδι από το κιούπι, το προσέφερε στη γυναίκα που φούρνιζε, ενώ οι ηλικιωμένες τραγουδούσαν ένα τραγούδι, ή απάγγειλαν ένα στιχάκι. Όσα λουλούδια υπήρχαν στο κιούπι τόσα τραγούδια έλεγαν. Ώσπου να τελειώσουν τα λουλούδια στο κιούπι, το κρέας ψηνόταν και ήταν έτοιμο. Στη συνέχει κάθε γυναίκα έπαιρνε το ψητό της και το λουλούδι της, που θεωρείτο το τυχερό της, πήγαινε στο σπίτι της, έστρωνε το τραπέζι και έτρωγε με την οικογένειά της.

Το απόγευμα της γιορτής, πήγαιναν όλοι οι κάτοικοι, όλες οι οικογένειες, στον Αϊ-Γιώργη και παρακολουθούσαν τον εσπερινό. Μετά το τέλος του εσπερινού άρχιζε το γλέντι, ο χορός με τους νταχαρέδες.

Σπάνια φωτογραφία από την ημέρα του Θεού το έτος 1931 

Ο Παπούς μου Ιωάννης Μπάνιος με την οικογένειά του την ημέρα του Θεού

Νεαρές κοπέλες την ημέρα του θεού το έτος 1955

Νέοι του χωριού την ημέρα του θεού το έτος 1961

Νέοι του χωριού την ημέρα του θεού

Κάθε οικογένεια, από τον παππού μέχρι τα εγγόνια, συμμετείχε στο μεγάλο χορό.
Τον χορό έσερναν οι παππαίοι. Ο χορός ήταν τρία κάτια, έτσι τον αποκαλούν, δηλαδή τρεις ομάδες που είχαν κοινό την ηλικία τους, αλλά κάθε ομάδα χωριζόταν σε δύο υποομάδες που είχαν κοινό το φύλο τους. Πρώτοι χόρευαν οι γέροντες με τις γριούλες, μετά οι μεσήλικες άντρες και γυναίκες, συνέχιζαν οι νέοι με τις νέες και όλα τα μικρά παιδιά έκλειναν τον χορό. Η γερουσία, οι ηλικιωμένοι, χόρευαν χωρίς παπούτσια, με τις κάλτσες.

Ένα κοπάδι γίδια με κουδούνια έρχονταν και χώριζε τον χορό τρεις φορές. Φρόντιζαν να κρεμάσουν στο λαιμό τους τα καλύτερα και μεγαλύτερα κουδούνια. Τρεις φορές χόρευαν γύρω από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη και τα τραγούδια συνεχιζόταν ως αργά το βράδυ. Όταν τέλειωνε το γλέντι επέστρεφαν στα σπίτια τους.

Πέρασμα Κοπαδιού

Με το πέρασμα των χρόνων στον εορτασμό προστέθηκαν και αφαιρέθηκαν κάποια στοιχεία, ενώ παρέμειναν τα ουσιαστικά. Άλλοτε την παραμονή της γιορτής τρεις κοπέλες έπαιρναν μαζί νερό από τρεις βρύσες χωρίς να μιλήσουν. Το νερό ονομαζόταν „Μουλωχτό νερό“. Στο νερό έβαζαν λουλούδια και άλλες κοπέλες τοποθετούσαν το δοχείο κάτω από μια ανθισμένη τριανταφυλλιά και περίμεναν να δουν στα όνειρά τους ποιον θα παντρευτούν. Το πρωί της γιορτής, γυναίκες και κοπέλες, γύριζαν σ‘ όλο το χωριό, περνούσαν από τους δρόμους και τα σοκάκια και τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια. Επίσης, θυμούνται κάποιοι κάτοικοι, πως ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, προτού βγει ο ήλιος, η μητέρα του σπιτιού έπαιρνε μια τσουκνίδα και χτυπούσε μ‘ αυτή τα μέλη της οικογένειας για να ξυπνήσουν.
Επίσης, ανήμερα της γιορτής, ζυγιζόταν όλοι και κρατούσαν μια τσουκνίδα ή ακόμη στο καντάρι -στη ζυγαριά- είχαν τσουκνίδα και τσιμπούσαν όποιον ζυγιζόταν. Το είχαν τάμα, όπως ισχυριζόταν, για την υγεία τους και την ευφορία των φυτών, να ακολουθούν αυτές τις συνήθειες οι οποίες πέρασαν στην παράδοση.

Αλλαγές έγιναν και στον τρόπο ψησίματος του κρέατος. Δεν το έψηναν στο φούρνο αλλά το έβαζαν σε μεγάλα καζάνια. Το βράσιμο το αναλάμβαναν άνδρες και όχι γυναίκες.

Το κρέας το προσέφεραν οι κτηνοτρόφοι, άλλοι κάτοικοι της Μικρόπολης, ή όσοι είχαν τάξει να το δωρίσουν για ημέρα της «Γιορτής του Θεού».

Οι ιερείς και το Αγίασμα γιόρταζαν από την παραμονή και ανήμερα τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου.

Η αναβίωση του εθίμου για πολλά χρόνια ατόνησε Από το 1990 το έθιμο άρχισε να αναβιώνει. Η γιορτή είναι κινητή. Γιορτάζεται στις αρχές του 2ου δεκαπενθήμερου του μηνός Μαΐου, πριν από την γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, προτού αρχίσουν οι αγροτικές εργασίες και πριν από την φυτεία των καπνών.
Γιορτάζεται ημέρα Σάββατο. Την παραμονή της γιορτής ο ιερέας της ενορίας του Αϊ-Γιώργη και η εκκλησιαστική επιτροπή, κάνουν περιφορά της εικόνας του Αγίου Γεωργίου σ‘ όλη τη Μικρόπολη, από σπίτι σε σπίτι. Οι Χριστιανοί προσκυνούν και ασπάζονται με ευλάβεια και πίστη την εικόνα και δίνουν ότι έχουν ευχαρίστηση. Σήμερα προσφέρουν χρήματα ενώ παλιότερα προσέφεραν σιτάρι, λάδι, αυγά, πετσέτες, μαντίλες κ.λπ. Η εικόνα του Αϊ-Γιώργη χρονολογείται στα 1800 και έχει μεγάλη θρησκευτική και ιστορική αξία.

Παρέα την ημέρα του Θεού το 1967

Μια Φωτογραφία από την Οικογένεια Δ. Γεωργαλίδη την ημέρα του Θεού

Φωτογραφία από το Χορευτικό του Συλλόγου μας στην Γιορτή