Η χλωρίδα του Μενοικίου

Στη σύνθεση της βλάστησης έχουν καταγραφεί περισσότερα από 500 φυτικά taxa, τα οποία ταξινομούνται σε 59 οικογένειες και 225 γένη φυτών. Η πολυμορφία του Μενοικίου δημιουργεί ποικίλα μικροπεριβάλλοντα, όπου μπορούν να αναπτυχθούν ιδιαίτερα στενότοπα φυτικά είδη. Τριάντα φυτικά είδη είναι ενδημικά της Μακεδονίας και 142 ενδημικά του βαλκανικού χώρου. Ακόμη, υπάρχουν 19 είδη απειλούμενα με εξαφάνιση, που περιλαμβάνονται στο κόκκινο βιβλίο και οχτώ είδη που χαρακτηρίζονται ως σπάνια. Όλα αυτά τα φυτά οργανώνονται σε 20 διαμορφωμένες φυτικές κοινωνίες και οικότοπους που παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον για την Ε.Ε. Τέλος, υπάρχουν 18 δασικοί τύποι οικοτόπων που αναφέρονται ως προστατευόμενοι από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ΦΥΣΗ-2000). Η περιγραφή όλων των ειδών είναι πολύ δύσκολη. Στη συνέχεια δίνονται στοιχεία για τα βασικότερα είδη δένδρων και θάμνων που συναντά κάποιος καθώς περιδιαβαίνει το βουνό.

Ευρετήριο ειδών

Σφενδάμι πλατανοειδές (Acer platanoides L.)

Περιγραφή: Δέντρο φυλλοβόλο, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ. (σύνηθες 20 μ.). Τα φύλλα έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς, και επειδή μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου πήρε και το όνομά του (πλατανοειδές). Διαθέτουν μακρύ μίσχο που όταν σπάει απελευθερώνεται γαλακτώδης καυστικός χυμός. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο, ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί, για το λόγο αυτόν την εποχή αυτή είναι ευδιάκριτο από μεγάλη απόσταση. Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζουν τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων, φωτόφιλο που αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους. Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη  όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη). 

Χρησιμότητα: Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική.

Ψευδοπλάτανος (Acer pseudoplatanus L.)

Περιγραφή: Είναι είδος της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Είναι φυλλοβόλο και φθάνει τα 30 μ. ύψος με 15 μ. διάμετρο κόμης. Σε καλά εδάφη ο κορμός που μπορεί να φθάσει διάμετρο και το ένα μ. Το φθινόπωρο, ο εξωτερικός άχρωμος φλοιός απολεπίζεται εύκολα, παρουσιάζοντας τον ωραιότατο πορτοκαλί-καφέ εσωτερικό φλοιό. Τα φύλλα έχουν μίσχο και αποτελούνται από τρεις ή πέντε λοβούς. Μοιάζουν με του πλάτανου για αυτό το λόγο ονομάζεται ψευδοπλάτανος. Το χρώμα τους είναι βαθύ πράσινο επάνω και γκριζοπράσινο από κάτω. Το φθινόπωρο κιτρινίζουν. Τα άνθη σχηματίζουν κρεμάμενους βότρεις στην άκρη των νεαρών κλαδιών. Ανθίζει από Απρίλιο μέχρι Ιούνιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους. Χρειάζεται εδαφική υγρασία και πλήρη φωτισμό. Παρά το ότι προτιμά θερμά, φωτεινά, εύφορα υγρά και καλά στραγγιζόμενα εδάφη, εν τούτοις μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε αβαθή, ξηρά και σκιερά εδάφη. Αναπτύσσεται επίσης σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη αλλά όχι σε ακραίες καταστάσεις. Δεν αντέχει τα αλατούχα εδάφη.

Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται κυρίως στην ιατρική σαν θεραπευτικό-επουλωτικό. Επίσης παρέχει γλυκαντικές ουσίες. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Το ξύλο του είναι ευκατέργαστο. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γένους παρέχει σακχαρούχους χυμούς, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την κατασκευή καστανόχρωμης ζάχαρης.

Ιπποκαστανιά  (Aesculus hippocastanum L.)     

Περιγραφή: Είναι δέντρο φυλλοβόλο. Φθάνει τα 30 μ. ύψος και 15 μ. διάμετρο κόμης. Το φυσικό του περιβάλλον είναι οι ορεινές δασικές περιοχές. Τα φύλλα της είναι σύνθετα με 5-7 φυλλάρια, σε μακρύ μίσχο (μέχρι και 25 εκ.). Μοιάζουν πολύ με της καστανιάς, για το λόγο αυτόν πήρε και το όνομά της. Το χρώμα τους είναι βαθύ γυαλιστερό πράσινο πάνω και ανοιχτοπράσινο κάτω. Το φθινόπωρο στην αρχή χρυσίζουν και στη συνέχεια γίνονται καφετιά. Είναι ερμαφρόδιτο είδος. Τα άνθη της είναι λευκά με κιτρινοκόκκινες κηλίδες. Σχηματίζουν οπτικά όρθιους κώνους ύψους μέχρι και 30 εκ. Η οσμή τους μοιάζει με εκείνη του μελιού. Η επικονίαση γίνεται με μέλισσες. Μήνας άνθισης είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος.  Οι καρποί είναι στρογγυλοί με μαλακές αγκαθωτές προεκτάσεις. Η ωρίμανση των σπόρων γίνεται το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Φωτόφιλο είδος, υποφέρει μόνο λίγη σκίαση. Είναι ανθεκτικό στους ανέμους, όμως ιδιαίτερα ευαίσθητο σε όψιμους παγετούς, ιδίως όταν αυτοί συμβαίνουν μετά την εαρινή βλάστηση. Γενικά θεωρείται απαιτητικό είδος. Αναπτύσσεται σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως μέτρια βαριά πηλώδη εδάφη, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία, αλλά ανέχεται και φτωχά ξηρά εδάφη. Δεν αντέχει τα πολύ όξινα, τα πολύ αλκαλικά, ή τα αλατούχα εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο του είναι μέτριας αξίας. Είναι χρήσιμο είδος, κυρίως για την παραγωγή ορισμένων φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, για ένα ευρύ φάσμα ασθενειών. Χαρακτηριστική είναι η περιεκτικότητα ορισμένων δηλητηριωδών ουσιών στους σπόρους του δέντρου, ωστόσο είναι μικρής επικινδυνότητας για τον άνθρωπο.

Σκλήθρο (Alnus glutinosa L)

Περιγραφή: Είναι φυλλοβόλο είδος. Ο κορμός του είναι σκουροπράσινος και φθάνει σε ύψος τα 25 μ. και η κόμη του αραιή με διάμετρο τα 15 μ. Τα φύλλα είναι στρογγυλωπά, με παρυφές διπλά πριονωτές (4-10 εκ.). Εάν τριφτούν κολλούν (για το λόγο αυτόν πήρε το όνομα glutinosa = κολώδης). Είναι φυτό μόνοικο. Τα άνθη του είναι πράσινα ή κοκκινωπά σε ιούλους. Ανθίζει Μάρτιο και Απρίλιο (τα αρσενικά άνθη εμφανίζονται και το προηγούμενο θέρος). Η επικονίαση γίνεται με τον άνεμο. Ο καρπός του σχηματίζει μεικτούς ωοειδείς κωνίσκους (μικρότερους από 2 εκ.).  Στην αρχή είναι σταχτοπράσινοι και στη συνέχεια σκουρότεροι. Διατηρούνται στο δένδρο ολόκληρο το χειμώνα. Σχηματίζουν πεντάγωνα κάρυα. Διαθέτουν στενό, τραχύ, πλευρικό πτερύγιο. Οι σπόροι ωριμάζουν το Σεπτέμβριο με Νοέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι υγρόφιλο, ημισκιόφυτο είδος και καλύπτει πολλά ρέματα συνεχούς ή εποχιακής ροής. Δημιουργεί επιμήκεις συστάδες, μήκους πολλές φορές πολλών εκατοντάδων μέτρων. Προτιμά μέτρια και βαριά εδάφη, πλούσια σε οργανική ύλη. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε πολύ βαριά και φτωχά σε άζωτο εδάφη αρκεί να υπάρχει μεγάλη υγρασία. Εμπλουτίζει το ίδιο το φυτό με άζωτο το έδαφος, με τις συμβιώσεις που δημιουργεί με αζωτοβακτηρίδια. Το φυτό προτιμά όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη (η καλύτερη ανάπτυξη σε pH > 6). Δύσκολα αναπτύσσεται σε ασβεστώδη εδάφη.

Χρησιμότητα: Είναι είδος που πολλά χημικά του στοιχεία χρησιμοποιούνται στην ιατρική (καθαρκτικό, αντιεμετικό, αιμοστατικό). Ο φλοιός του περιέχει μαύρη δεψική ουσία, κατάλληλη στη βαφή υφασμάτων και δερμάτων. 

Γλιστροκουμαριά (Arbutus andrachne L.)

Περιγραφή: Είναι μεγάλος αειθαλής θάμνος. Φθάνει τα 6 μ. ύψος και 6 μ. διάμετρο κόμης. Είναι είδος της χαμηλής ζώνης. Αναπτύσσεται σε αειθαλείς θαμνώνες, κυρίως στις νότιες θερμές βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές, οι οποίες είναι  πολύ ξηρές το καλοκαίρι. Ο φλοιός του απολεπίζεται εύκολα και αποκαλύπτει ένα πολύ όμορφο κοκκινωπό κορμό, που του δίνει ελκυστική όψη. Τα φύλλα της είναι ωοειδή έως επιμήκη (5-10 εκ. μήκους). Η πάνω επιφάνεια έχει σκουροπράσινο χρώμα, η κάτω είναι ανοιχτότερου χρώματος. Είναι αρωματικό φυτό, με ερμαφρόδιτα λευκά άνθη που μπορούν να αυτογονιμοποιηθούν. Επικονιάζεται με τις μέλισσες, και θεωρείται σπουδαίο μελισσοτροφικό φυτό. Τα άνθη σχηματίζουν επάκριους κρεμαστούς βότρεις. Ανθίζει τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Ο καρπός είναι σφαιρική ράγα, εδώδιμη. Αρχικά είναι πράσινη και στη συνέχεια πορτοκαλί ή κόκκινη. Ωριμάζει Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Το φυτό χρειάζεται πλήρη φωτισμό για την αύξησή του και αντέχει σε συνθήκες μεγάλης ξηρασίας. Σε μικρή ηλικία δεν αντέχει τους ψυχρούς ανέμους. Αντίθετα σε μεγάλη ηλικία παρουσιάζει ανθεκτικότητα στο χειμερινό ψύχος (ακόμη και σε –15 οC). Μπορεί να αναπτυχθεί σε ελαφριά αμμώδη ή μέτρια αργιλώδη εδάφη, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά, ενώ δεν μπορεί να επιβιώσει σε βαριά πηλώδη. Αποφεύγει τα φτωχά εδάφη. Μπορεί να αναπτύσσεται σε όξινα,  ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη, αλλά δεν υποφέρει τις ακραίες τιμές pH ή αλατούχα εδάφη.

Βερβερίδα (Berberis vulgaris L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλος, πολύ όμορφος θάμνος, με πυκνά τρισχιδή αγκάθια στη βάση των μίσχων. Τα κλαδιά κάμπτονται τοξωτά προς τα κάτω. Φθάνει τα 3 μ. ύψος και 2 μ. διάμετρο κόμης. Τα φύλλα έχουν αγκαθωτές παρυφές, είναι μακρύτερα από τα τρισχιδή αγκάθια. Η πάνω επιφάνεια είναι σκούρα πράσινη και η κάτω ανοιχτή πράσινη. Φυτό ερμαφρόδιτο. Τα άνθη είναι κίτρινα, εύοσμα, σε κρεμάμενους βότρεις, στις μασχάλες των αγκαθιών. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Αυτογονιμοποιούνται ή επικονιάζονται με διάφορα έντομα. Ο καρπός είναι λαμπερά κόκκινη ράγα. Η ωρίμανση των σπόρων γίνεται το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Ευδοκιμεί σε φωτεινά ηλιόλουστα μέρη. Aντέχει σε μερική σκίαση. Είναι πολύ ανθεκτική στο ψύχος. Μπορεί να επιβιώσει σε αβαθή και ξηρά εδάφη, όμως σε βαθιά, υγρά, αργιλώδη εδάφη μπορεί να αποκτήσει πολύ όμορφη εμφάνιση. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη αλλά όχι σε αλατούχα ή σε ακραίες τιμές του pH.

Χρησιμότητα: Οι καρποί της είναι πολύ ξινοί. Παρόλα αυτά όμως χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ηδύποτων, αναψυκτικών, σιροπιών και ζελέδων. Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική (χολολιθίαση). Επίσης παράγει το αλκαλοειδές βερβερίνη, που είναι μια κίτρινη χρωστική η οποία χρησιμοποιείται στη βαφή υφασμάτων και δερμάτων. Το ξύλο της είναι πολύ όμορφο κίτρινου χρώματος.

Πυξάρι (Buxus sempervirens L.)

Περιγραφή: Αειθαλής θάμνος, με πυκνό φύλλωμα, αργής ανάπτυξης, φθάνει μέχρι 5 μ. σε ύψος και 5 μ. σε πλάτος. Συναντάται στα δάση της δρυός. Τα φύλλα είναι απλά δερματώδη, μικρά, στρογγυλωπά και ακέραια, σκουροπράσινου χρώματος. Φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά άνθη είναι πρασινοκίτρινα και βρίσκονται συνήθως κάτω από τα λευκά θηλυκά άνθη. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Οι καρποί είναι κάψες με τρεις βαλβίδες, καστανού χρώματος. Οι σπόροι του ωριμάζουν το Σεπτέμβριο. Είναι αρωματικό φυτό, με κύρια μέσα επικονίασης τις μέλισσες και άλλα έντομα.

Γενικές πληροφορίες: Όλα τα μέρη του φυτού είναι δηλητηριώδη, ιδιαίτερα τα φύλλα και ο φλοιός.  Είδος φωτόφυτο, αντέχει όμως αρκετά σε μερική σκίαση. Αντέχει σε θερμοκρασίες μέχρι και –23 οC, αλλά αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με ήπιους χειμώνες. Είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό σε δυνατούς ανέμους. Αυξάνεται σε ξηρά ή νωπά εδάφη διάφορης δομής και σύστασης, ακόμη και σε πολύ βαριά πηλώδη, αρκεί να αποστραγγίζονται. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα, έως και πολύ αλκαλικά εδάφη, όχι όμως και σε αλατούχα.

Χρησιμότητα: Το ξύλο του είναι σκληρό και βαρύ, λευκού ή κίτρινου χρώματος. Από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ξυλογραφιών, μουσικών οργάνων και διαφόρων ξυλογλύπτων. Γενικά είναι κατάλληλο για κατασκευές που απαιτούν ξύλο ομαλής υφής που μπορεί να στιλβωθεί. Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Βρίσκει επίσης αρκετές χρήσεις στην ιατρική, στην παρασκευή μπύρας και στη δημιουργία φραχτών, καθώς επιδέχεται ισχυρές επεμβάσεις με κλάδεμα και περιποίηση.  

Γαύρος (Carpinus betulus L.)

Περιγραφή: Είναι δέντρο φυλλοβόλο μέσου ρυθμού αύξησης. Ο κορμός του είναι συνήθως κοντός, με πλούσια οριζόντια διακλάδωση. Στο φλοιό του εμφανίζονται ραβδώσεις που του δίνουν ωραία όψη. Φθάνει τα 25 μ. ύψος και 20 μ. διάμετρο κόμης. Τα φύλλα του είναι οξυκόρυφα με πολλές οδοντώσεις στις παρυφές. Η επάνω επιφάνεια είναι σκούρου πράσινου χρώματος και η κάτω ανοιχτού πράσινου με αραιό πίλημα. Φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά άνθη είναι κιτρινωπά και σχηματίζουν κρεμάμενους ιούλους. Τα θηλυκά έχουν πράσινο χρώμα και σχηματίζουν διχάσια ιουλόμορφα. Ανθίζει τον Απρίλιο και το Μάιο. Ο καρπός περιβάλλεται από πράσινο φυλλοειδές τρίλοβο πτερύγιο, που βοηθά τη διασπορά του από τον άνεμο. Η ωρίμανση των σπόρων γίνεται από το Σεπτέμβριο μέχρι και τον Οκτώβριο και η πτώση τους τον επόμενο χειμώνα.

Γενικές πληροφορίες: Είναι σκιανθεκτικό είδος. Αναπτύσσεται τόσο σε συνθήκες φωτισμού όσο και σε πλήρη σκίαση. Αντίθετα  δεν αντέχει τους παρατεταμένους παγετούς. Αναπτύσσεται συχνά σε ελαφριά αμμώδη και σε μέτρια αργιλώδη εδάφη. Όμως δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βαριά νωπά εδάφη. Είναι αδιάφορο στο pH του εδάφους, αφού απαντάται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο του είναι λευκού χρώματος και δεν διακρίνεται σε εγκάρδιο και σομφό. Είναι βαρύ, συμπαγές σκληρό, ελαστικό, δυσκατέργαστο και γενικά δύσχιστο. Χρησιμοποιείται για γεωργικά εργαλεία, και στη λεπτουργική (λαβές μικροεργαλείων, κ.λ.π). Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Το ξύλο του καίγεται πολύ καλά και θεωρείται άριστο καύσιμο. Επίσης χρησιμοποιείται στην ιατρική.

Γαύρος ανατολικός (Carpinus orientalis L.)

Περιγραφή: Μικρό φυλλοβόλο δέντρο μέσου ρυθμού αύξησης. Φθάνει σε ύψος τα 10-15 μ. και διάμετρο κόμης 10 μ. Αναπτύσσεται σχεδόν σε όλα τα δάση της χώρας. Τα φύλλα του είναι οξυκόρυφα με πολλές οδοντώσεις στις παρυφές, μικρότερου μεγέθους από το προηγούμενο είδος. Η επάνω επιφάνεια είναι σκούρου πράσινου χρώματος και η κάτω ανοιχτού πράσινου. Ο μίσχος είναι τριχωτός. Φυτό μόνοικο.  Ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι και το Μάιο. Οι σπόροι ωριμάζουν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Γενικές πληροφορίες: Ιδιαίτερα σκιανθεκτικό είδος. Αναπτύσσεται τόσο σε συνθήκες φωτισμού όσο και σε συνθήκες πλήρους σκίασης. Σε ώριμη ηλικία είναι ανθεκτικό στο κρύο, σε μικρή όμως ηλικία καταστρέφεται από τους όψιμους παγετούς. Ιδιαίτερα λιτοδίαιτο είδος. Αναπτύσσεται σε ελαφριά αμμώδη και σε μέτρια αργιλώδη εδάφη. Δείχνει όμως ιδιαίτερη προτίμηση στα βαριά νωπά εδάφη. Αναπτύσσεται πολύ καλά σε ασβεστολιθικά εδάφη και σε βραχώδεις θέσεις.

Χρησιμότητα: Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο οικιακής χρήσης, στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων και αντικειμένων, καθώς  και στην ιατρική.

Κελτίς (Celtis australis L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο ανθεκτικό στη μεσογειακή ζώνη φυτό, με γκρίζο λείο κορμό. Δένδρο που φθάνει τα 15 μέτρα ύψος και 15 μ. διάμετρο κόμης (κόμη πλατιά). Πιστεύεται ότι είναι ο λωτός των αρχαίων Ελλήνων. Τα φύλλα είναι γκριζοπράσινα, επιμήκη ή λογχοειδή, οδοντωτά, με διάσπαρτες άσπρες κηλίδες, χωρίς χλωροφύλλη. Η επάνω επιφάνεια διαθέτει σμηριγγώδη τριχίδια και η κάτω πυκνό χνούδι. Συνήθως τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, όμως μπορεί λόγω ατροφίας να εμφανίζονται και ως μονογενή. Ανθίζει Μάρτιο – Απρίλιο. Οι καρποί είναι δρύπες που ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Είναι συνήθως πολύχρωμοι, εδώδιμοι με γλυκιά γεύση.

Γενικές πληροφορίες: Είναι φυτό ανθεκτικό στις υψηλές θερινές θερμοκρασίες και στην παρατεταμένη ξηρασία, όμως ευαίσθητο στους όψιμους παγετούς. Για να ευδοκιμήσει χρειάζεται γενικά ήπιους χειμώνες. Προτιμά περιοχές με θερμά καλοκαίρια και πολύ ήλιο. Ευδοκιμεί σε εύφορο, γόνιμο, καλοστραγγισμένο, αργιλοπηλώδες έδαφος. Προσαρμόζεται εύκολα σε ξηρά, αβαθή και φτωχά εδάφη.  

Χρησιμότητα: Το ξύλο της είναι κιτρινοκαστανό, ως γκριζωπό. Παρά τη σκληρότητά του είναι εύκαμπτο. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή, οργάνων μουσικής, μπαστουνιών και για καλάμια ψαρέματος. Είναι πολύ ανθεκτικό σε προσβολές μυκήτων.

Κουτσουπιά  (Cercis siliquastrum L.)

Περιγραφή: Μικρό φυλλοβόλο δέντρο, μέσου ρυθμού αύξησης, με γκριζωπό φλοιό. Φθάνει τα 12 μ. ύψος και 10 μ. πλάτος κόμης. Βρίσκεται σε θερμές πετρώδεις πλαγιές και σε ξηρά θερμόβια δάση.Τα φύλλα είναι έμμισχα, ακέραια κατ’ εναλλαγή, καρδιόσχημα ή στρογγυλά (διάμετρος 10-12 εκ.). ’νθη ερμαφρόδιτα. Τα άνθη έχουν ωραίο κόκκινο χρώμα και πολλές φορές εκπτύσσονται ακόμη και από τον κορμό. Εμφανίζονται πριν από τα φύλλα σε εντυπωσιακές ταξιανθίες. Ανθίζει το Μάρτιο και Απρίλιο. Η επικονίαση γίνεται κυρίως με τις μέλισσες. Ο καρπός είναι χέδρωπας, στην αρχή πράσινος και στη συνέχεια καφέ-κόκκινος. Οι σπόροι ωριμάζουν γύρω στο Σεπτέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Επιδέχεται μόνο μερική σκίαση, αντέχει σε παροδική και όχι παρατεταμένη ξηρασία. Σε ώριμη ηλικία υποφέρει τις χειμερινές θερμοκρασίες που φθάνουν και μέχρι τους –15 οC. Σε νεαρή όμως ηλικία είναι πολύ ευαίσθητο στους παγετούς. Αναπτύσσεται και σε φτωχά εδάφη, σε ξηρά ή νωπά, σε ελαφριά, μέτρια ή βαριά, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά. Αντέχει επίσης σε όξινα, ουδέτερα μέχρι και πολύ αλκαλικά εδάφη. Δεν αντέχει όμως αλατούχα εδάφη.

Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται για κατασκευή ακριβής ξύλινης επένδυσης και στη μαγειρική. Τα άνθη που εμφανίζονται ακόμη και στον κορμό, του δίνουν μια ελκυστική όψη. Δημιουργεί συμβιώσεις (μυκόρριζα) και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εδαφοβελτιωτικό, ιδίως σε φτωχά σε άζωτο, εδάφη.

Λαδάνι (Cistus incanus)

Περιγραφή: Είναι αρωματικό φρύγανο με πολλά κλαδιά, αειθαλές μέχρι 1 μ. ύψος και 1 μ. διάμετρο κόμης. Βρίσκεται ανάμεσα σε θαμνότοπους και σε πυκνούς θαμνώδεις βράχους, σε ξηρούς λόφους, μέχρι τα 1.000 μ. υψόμετρο. Τα φύλλα έχουν σχήμα ωοειδές, παρυφές κυματιστές και είναι πολύ τριχωτά. Τα νεύρα είναι πολύ εμφανή δίνοντας στο φυτό ρυτιδιασμένη όψη. Δημιουργεί πολύ όμορφα μεγάλα ροζ άνθη. Ανθίζει από το Μάιο μέχρι και τον Ιούνιο. Φέρει ερμαφρόδιτα άνθη που μπορούν να αυτογονιμοποιηθούν, ή γίνεται επικονίαση συνήθως από μέλισσες. Ο καρπός είναι πεντάχωρη τριχωτή κάψα. Οι σπόροι ωριμάζουν τον Αύγουστο.

Γενικές πληροφορίες: Φωτόφιλο είδος. Δεν επιδέχεται σκίαση, αντέχει όμως στην ξηρασία και σε εκθέσεις σε θαλασσινούς ανέμους. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και στα πλέον ακραία περιβάλλοντα. Παρόλο που είναι ευαίσθητο στους βαρείς χειμώνες, αντέχει για μικρά διαστήματα θερμοκρασίες μέχρι και –15 οC. Λιτοδίαιτο είδος. Αναπτύσσεται ακόμη και στα πλέον φτωχά εδάφη, ξηρά ή νωπά, ελαφριά ή μέτρια, αρκεί να είναι καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη, δεν αντέχει όμως σε ακραίες συνθήκες οξύτητας.

Χρησιμότητα: Παρέχει αρωματική ρητίνη (το λάδανο, ή λήδανο των αρχαίων), που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως φάρμακο και ως θυμίαμα. Σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.

Φλογώδης άμπελος (Clematis flammula)

Περιγραφή: Αναρριχώμενος, φυλλοβόλος, περιστρεφόμενος θάμνος. Οι μίσχοι των φύλλων τυλίγονται γύρω από κλαδιά γειτονικών δένδρων για στήριξη. Τα φύλλα είναι σύνθετα, με 3-5 καρδιόσχημα φυλλάρια που διαθέτουν μακρύ μίσχο. Οι παρυφές είναι συνήθως λείες και έχουν ποικίλες εγκολπώσεις (από αφανείς, μέχρι βαθιές). Ερμαφρόδιτα ή μονογενή. Βρίσκονται στις άκρες των κλαδιών ή στις μασχάλες των φύλλων. Είναι λευκού χρώματος, πολύ αρωματικά (χαρακτηριστική μυρωδιά αμύγδαλου). ’νθιση από Αύγουστο μέχρι και Οκτώβριο. Ο καρπός είναι γυμνό αχαίνιο, στρογγυλό στη βάση και με τριχωτή ουρά. Ωρίμανση από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Ιανουάριο. 

Γενικές πληροφορίες: Ανθεκτική στο μεγάλο ψύχος, ακόμη και σε – 15 οC. Αντέχει στη σκίαση του δένδρου που τα φιλοξενεί. Προτιμά βαθιά νωπά εδάφη. Αποφεύγει φτωχά ξηρά, αργιλώδη εδάφη, αλλά αναπτύσσεται καλύτερα σε άργιλο εάν προστίθεται χαλίκι και αποστραγγίζεται καλύτερα. Αποφεύγει επίσης ελαφρώς αμμώδη εδάφη. Γενικά αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές πλούσιες σε οργανική ύλη. Ευδοκιμεί σε όξινα,  σε ουδέτερα όπως και σε αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Είναι ένα πραγματικά πολύ όμορφο αναρριχητικό φυτό. Τα άνθη του ποικίλουν. Έχουν σχήμα από μικρές αιωρούμενες  καμπάνες μέχρι και μεγάλα ανοιχτά δισκοειδή. Υπάρχουν εκατοντάδες καλλιεργήσιμα υβρίδια με πολυποίκιλους χρωματισμούς.

Λευκάμπελη (Clematis vitalba L.)

Περιγραφή: Αναρριχώμενος, περιελισσόμενος φυλλοβόλος θάμνος. Οι μίσχοι των φύλλων τυλίγονται γύρω από κλαδιά γειτονικών δένδρων για στήριξη. Μπορεί να μεγαλώσει έως 2 μ. σ’ ένα χρόνο και μπορεί εύκολα να σταματήσει την ανάπτυξη μικρότερων γειτονικών δένδρων και θάμνων, τα οποία καλύπτει πλήρως. Τα φύλλα τους είναι σύνθετα με 3-5 φυλλάρια καρδιόσχημα με μεγάλα δόντια ή λοβούς. Αρωματικά ανοιχτοπράσινα πιληματώδη τα άνθη, σε σχήμα καμπάνας, έχουν τη χαρακτηριστική οσμή του αμύγδαλου. Σχηματίζουν φόβες σε ακροκλάδια ή στις μασχάλες των φύλλων. Ανθίζουν Ιούλιο με Σεπτέμβριο. Οι καρποί είναι μικρά τριχωτά αχαίνια, με χαρακτηριστική φτερωτή γραμμή στην κορυφή του. Ωρίμανση από Οκτώβριο μέχρι και Ιανουάριο.

Γενικές πληροφορίες: Ανθεκτικά στο μεγάλο ψύχος, ακόμη και σε –15 οC . Αντέχει στη σκίαση του δένδρου που τα φιλοξενεί. Προτιμά βαθύ και νωπό έδαφος. Δεν μπορεί στα βαθιά αργιλώδη εδάφη. Αποφεύγει ελαφρώς αμμώδη εδάφη. Προτιμά όξινα (με pH κάτω από 6), αλλά αναπτύσσεται και σε αλκαλικά εδάφη.

Φούσκα (Colutea arborescens L.)

Περιγραφή: Μικρός φυλλοβόλος πολύ ωραίος θάμνος. Φθάνει τα 3,5 μ. ύψος και 3 μ. διάμετρο κόμης. Τα φύλλα της είναι σύνθετα με 3-6 ωοειδή παράφυλλα, με έντονο γαλαζοπράσινο χρώμα. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα δημιουργούν μικρούς βότρεις, κίτρινου χρώματος και κόκκινες κηλίδες. Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο. Επικονιάζονται κυρίως με μέλισσες. Οι καρποί είναι διογκωμένοι ασκόμορφοι (σαν φούσκα, εξ ου και το όνομα) χέδρωπες, οι οποίοι όταν πιεσθούν σκάζουν με θόρυβο. Οι σπόροι είναι πολύ σκληροί, ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο και είναι δηλητηριώδεις.

Γενικές πληροφορίες: Αντέχει μερική σκίαση, ξηρασία, και δυνατούς ανέμους. Συναντάται σε ανοιχτά δάση, σε πλευρές δρόμων, σε αναχώματα και γενικά σε φωτεινές περιοχές. Αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες που φθάνουν μέχρι και τους –20 οC . Αναπτύσσεται σε φτωχά εδάφη. Προτιμά ξηρά ή νωπά, ελαφριά, μέτρια ή βαριά εδάφη, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά. Αναπτύσσεται επίσης ακόμη σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη και συχνά σε ασβεστούχα εδάφη.

Χρησιμότητα: Αποτελεί τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται μερικώς στην ιατρική. Τα άνθη ελκύουν τις μέλισσες και θεωρείται πολύ καλό μελισσοτροφικό φυτό.

Κορονίλλη (Coronilla emeroides L.)

Περιγραφή: Μικρός πολύ όμορφος, όταν είναι ανθισμένος, θάμνος, ύψους 2 μ. και πλάτους 3 μ. Τα φύλλα του είναι σύνθετα, με 2-4 φυλλάρια, ωοειδή. Πάντα περιττόληκτο, με το κορυφαίο μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Τα άνθη είναι ωχροκίτρινες ταξιανθίες. Διαθέτουν πολύ ωραίο άρωμα. Ανθίζει από το Μάρτιο μέχρι και το Μάιο. Ο καρπός είναι στρογγυλός χέδρωπας. Οι σπόροι ωριμάζουν το επόμενο φθινόπωρο (Σεπτέμβριο με Οκτώβριο).

Γενικές πληροφορίες: Ευδοκιμεί κυρίως σε ευήλιες θέσεις. Αντέχει σε σφοδρούς χειμώνες και επιζεί μέχρι και τους –20 οC, αρκεί να προστατεύεται από την απευθείας έκθεση στους ψυχρούς ανέμους. Αναπτύσσεται σε φτωχά εδάφη. Προτιμά ξηρά ή νωπά, ελαφριά, μέτρια ή βαριά εδάφη, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά. Παρουσιάζει καλή ανάπτυξη σε ένα μεγάλο εύρος οξύτητας.

Χρησιμότητα: Είναι πολύ όμορφος θάμνος. Τα ωχροκίτρινα αρωματικά του άνθη και η  αντοχή του σε φυτεύσεις ακραίων περιβαλλόντων, μαζί με την εδαφοβελτιωτική του δράση  το καθιστούν πολύτιμο είδος.

Κράταιγος (Crataegus monogyna Jacq.)

Περιγραφή: Αρωματικός, φυλλοβόλος, ακανθώδης θάμνος ή μικρό δένδρο. Φθάνει τα 6-10 μ. ύψος και 6 μ. διάμετρο κόμης. Βρίσκεται σε δάση, φράχτες, θαμνώνες. Τα φύλλα του είναι ανοιχτοπράσινα και έχουν τρεις ή περισσότερους λοβούς, συνήθως με χνούδι, σε όλη την επιφάνειά τους. Ανθίζει Απρίλιο και Μάιο. Τα άνθη του είναι ερμαφρόδιτα, λευκά ή ροδόχρωμα και έχουν χαρακτηριστική οσμή (όχι για όλους ευχάριστη). Οι σπόροι του ωριμάζουν από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Φωτόφυτο είδος, επιδέχεται μερική μόνο σκίαση. Είναι ανθεκτικό είδος στην ξηρασία, στους ισχυρούς θαλασσινούς ανέμους και στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Υποφέρει τις χαμηλές θερμοκρασίες (μέχρι και –15 οC). Αναπτύσσεται σε ελαφριά, μέτρια έως και πολύ βαριά, ενώ παρουσιάζει προτίμηση στα νωπά και υγρά εδάφη. Μεγάλη αντοχή παρουσιάζει και στα πολύ φτωχά εδάφη. Ζει σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη, όχι όμως σε αλατούχα.

Χρησιμότητα: Είδος εξαιρετικής τροφής για την άγρια πανίδα. Βρίσκει αρκετές χρήσεις στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική, την ιατρική, τη δημιουργία φραχτών και ως οικιακή καύσιμη ύλη. Το ξύλο του είναι πολύ σκληρό και χρησιμοποιείται στην τορνευτική και στην ξυλογλυπτική. Από τα άνθη του παλιότερα παρασκεύαζαν αφέψημα, με υποτασικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες.

Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens L.)

Περιγραφή: Δέντρο αειθαλές, με ευθυτενή κορμό. Φθάνει τα 30 μ. ύψος και ποικίλη διάμετρο (ανάλογα με την ποικιλία). Φλοιός λείος. Εμφανίζεται σε δύο μορφολογικά διαφοροποιημένες μορφές: την οριζοντιόκλαδο και την ορθόκλαδο. Τα φύλλα είναι λεπιοειδή, πολύ μικρά, επάλληλα, που σκεπάζουν σχεδόν τελείως τα νεαρά κλαδιά. Υπάρχουν αδενικοί πόροι στην εξωτερική επιφάνεια των φύλλων. Μονογενές, φυτό μόνοικο. Τα φύλλα του είναι αρσενικά και θηλυκά και σχηματίζουν ιούλους στις κορυφές διαφορετικών κλαδιών. Ανθίζει από Ιανουάριο μέχρι και Απρίλιο. Ο καρπός είναι μικρός σφαιρικός στρόβιλος (κουρκουμπίνι), με τρία έως έξη ζεύγη ξυλωδών ή δερματωδών καρπικών λεπιών, που είναι συμπιεσμένα το ένα απάνω στο άλλο. Τα λέπια προσφύονται στον άξονα του κώνου με το πίσω του τμήμα. Τα γόνιμα λέπια φέρουν πτερωτά σπέρματα, που ωριμάζουν το δεύτερο χρόνο από τη γονιμοποίηση.

Γενικές πληροφορίες: Στη χώρα μας, δημιουργεί φυσικά δάση μόνο στα νησιά και τη νότια ηπειρωτική χώρα. Τεχνητά όμως, βρίσκονται σε ολόκληρη τη χώρα, σχηματίζοντας μικρές ή μεγάλες συνδενδρίες. Είναι φωτόφιλο είδος. Δεν επιδέχεται σκίαση και ανέχεται την ξηρασία, όπως και τους ανέμους. Αντέχει σε φτωχά εδάφη, προτιμά ξηρά ή νωπά ελαφριά, μέτρια ή βαριά, καλά αποστραγγιζόμενα τυρφώδη εδάφη. Αναπτύσσεται σε εδάφη σημαντικού εύρους οξύτητας, όμως δεν αντέχει τις ακραίες τους τιμές. Στη χώρα μας δημιουργεί θαυμάσιες φυσικές συστάδες και σε ασβεστολιθικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο του είναι υποκίτρινο, αρωματικό. Χρησιμοποιείται στην λεπτουργική και την επιπλοποιία. Παράγει αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. 

Φράξος (Fraxinus angustifolia Vahl.)

Περιγραφή: Δέντρο φυλλοβόλο, με ευθυτενή κορμό που φθάνει τα 25 μ. ύψος και 20 μ. διάμετρο κόμης (στην αρχή σφαιρική και στη συνέχεια θολωτή). Ο φλοιός της έχει χαρακτηριστικό ανοιχτόγκριζο χρώμα και είναι λείος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα σύνθετα, με 5-15 λογχοειδή φυλλάρια, μήκους 3-7 εκ.. Οι παρυφές τους είναι πριονωτές. Η διάρκεια φύλλωσης είναι μικρή. Φυτό δίοικο. Τα άνθη δεν αυτογονιμοποιούνται. Σχηματίζουν φόβες με χρώμα καφεπορφυρό. Ανθίζει Απρίλιο με Μάιο. Ο καρπός είναι σκληρός μικρός με μεγάλο μεμβρανώδες πτερύγιο. Ωρίμανση από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Όταν σκιάζεται τα φυτά υποφέρουν και δεν αναπτύσσονται σωστά (συχνά νεκρώνονται). Είναι ανθεκτικό σε παγετούς. Σχηματίζει δάση στα πιο εύφορα και υγρά μέρη. Προτιμά τα νωπά ή υγρά εδάφη ελαφριά, μέτρια ή βαριά πηλώδη. Είναι αδιάφορο ως προς την οξύτητα. Χρησιμότητα: Ο φλοιός περιέχει τη φραξίνη και πολλές βλεννώδεις ουσίες. Είναι είδος με ξύλο εύκολα επεξεργάσιμο, για το λόγο αυτόν χρησιμοποιείται  στην ξυλογλυπτική. Τα φύλλα του περιέχουν πολλές δεψικές ουσίες και αρωματικά έλαια. Επίσης λόγω της ταχύτατης ανάπτυξης και του πολύ καλής ποιότητας ξύλου που παρέχει θεωρείται πολύτιμο είδος.  Το χρώμα είναι λευκό ή ελαφρά ρόδινο. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, για χειρολαβές εργαλείων και κοντάκια όπλων, σε ξύλινα τμήματα οχημάτων και πλοίων, σε πατώματα, κ.λ.π. Μαζί με το ξύλο της δρυός, θεωρείται το πιο αξιόλογο ξύλο.

Φράξος όρνος (Fraxinus ornus)

Περιγραφή: Είναι μικρό φυλλοβόλο δέντρο, μέχρι 9 μ. ύψος και 6 μ. διάμετρο, αρωματικό. Τα φύλλα του είναι σύνθετα, με επτά φυλλάρια που στην αρχή είναι κοκκινωπά, αργότερα γίνονται ανοιχτοπράσινα και το φθινόπωρο καστανοκόκκινα. Φυτό δίοικο. ’νθη μικρά, λευκά αρωματικά. Δεν αυτογονιμοποιείται. Ανθίζει Απρίλιο – Μάιο. Ο καρπός είναι σκληρός μικρός με μεμβρανώδες πτερύγιο. Ωρίμανση από Σεπτέμβριο μέχρι Ιανουάριο.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο, αντέχει σε παγετούς και σε δυνατούς ανέμους. Βρίσκεται σε μεικτά δάση, θαμνώνες και βραχώδεις περιοχές, κυρίως πάνω σε ασβεστόλιθο. Αναπτύσσεται σε ξηρά ή νωπά, ελαφριά, μέτρια ή βαριά εδάφη. Ως προς το pH, αναπτύσσεται  σε όλους τους τύπους εδαφών, εκτός από ακραίες καταστάσεις. Αναπτύσσεται καλά σε ασβεστόλιθο.

 Χρησιμότητα: Επαφή με το χυμό του δέντρου μπορεί να προκαλέσει δερματικές ή αλλεργικές αντιδράσεις. Παρέχει ρευστό έκκριμα γνωστό παλιότερα ως «μάννα» που χρησιμοποιήθηκε ως ήπιο καθαρκτικό. Θεωρείται όπως όλους τους φράξους πολύτιμο είδος. Είναι είδος εύκολα επεξεργάσιμο για το λόγο αυτόν χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και στην ξυλογλυπτική.

Καρυδιά  (Juglans regia L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο δέντρο αρωματικό, με πλατιά επιμήκη κόμη, φθάνει τα 20 μ. σε ύψος και διάμετρο. Ο κορμός είναι κοντός με γκριζωπό φλοιό. Τα φύλλα της είναι σύνθετα μεγάλα (10-15 εκ μήκους) με 5-9 λειόχειλα φυλλάρια. Μόνοικο είδος που μπορεί να αυτογονιμοποιηθεί. Αρσενικά και θηλυκά άνθη είναι αφανή, χωρίς πέταλα. Βρίσκονται σε κλαδιά διαφορετικών ηλικιών. Τα αρσενικά διατάσσονται σε ταξιανθίες κιτρινοπράσινων ιούλων και εμφανίζονται σε κλαδιά της προηγούμενης χρονιάς. Τα θηλυκά βρίσκονται στα άκρα βλαστών της ίδιας χρονιάς και εμφανίζονται μετά την πτώση των φύλλων. Ανθίζει τον Ιούνιο. Οι καρποί είναι σφαιρικές δρύπες. Οι σπόροι του ωριμάζουν τον Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο. Αντέχει σε παγετούς στην ώριμη ηλικία, όμως υποφέρει από όψιμους παγετούς, όταν είναι σε νεαρή ηλικία. Επίσης, αδυνατεί να παράγει καρπούς σε πολύ ψυχρά κλίματα. Προτιμά τα νωπά, ελαφριά, μέτρια ή βαριά, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη, όχι όμως  σε ακραίες τιμές οξύτητας.

Χρησιμότητα: Πολύ χρήσιμο φυτό, καλλιεργείται κυρίως για τους βρώσιμους καρπούς της., Έχει έναν ευρύ κύκλο χρήσεων στην ιατρική, ζαχαροπλαστική, μαγειρική, στην παραγωγή χρωμάτων και τανίνης. Το ξύλο της είναι εξαιρετικής ποιότητας. Θεωρείται από τα πλέον κατάλληλα για την επιπλοποιία.

Κέδρος κοινή (Juniperus communis L.)

Περιγραφή: Είναι θάμνος αειθαλής. Φθάνει τα 9 μ. ύψος και 4 μ. διάμετρο. Όλα τα μέρη του φυτού είναι αρωματικά. Τα φύλλα του σε νεαρή ηλικία είναι βελονοειδή, σε ώριμη μετατρέπονται σε μυτερά, διιστάμενα και σε διάταξη ανά 3 σε σπονδύλους. Στην επάνω επιφάνεια φέρουν μια διπλή λευκή γραμμή. Είδος δίοικο (σπάνια μόνοικο). ’νθη μονογενή. Διατάσσονται σε σφαιρικούς ιούλους, στις βάσεις των βελονών. Ανθίζει Μάρτιο και Ιούνιο. Τα άνθη του δεν αυτογονιμοποιούνται. Ο καρπός είναι ραγόμορφος στρόβιλος. Στην αρχή είναι πράσινος και στη συνέχεια μαύρος, με γαλανό επίχρισμα. Οι σπόροι δεν έχουν πτερύγια, ελευθερώνονται μετά τη σήψη των κώνων. Ωρίμανση τον Οκτώβριο του δεύτερου (στη χώρα μας) ή τρίτου χρόνου μετά την άνθηση.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο έως ημισκιόφυτο, ανθεκτικό σε ξηρασία, παγετούς και δυνατούς ανέμους. Αναπτύσσεται σε περιοχές με ελάχιστη ηλιοφάνεια και πολύ βροχή, σε ερεικώνες, σε χερσότοπους. Παρά το ότι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες, εν τούτοις σε νεαρή ηλικία δεν αντέχει τους όψιμους παγετούς. Συναντάται σε ασβεστούχες άδεντρες λοφώδεις εκτάσεις και σε όξινη τύρφη. Συχνά είναι το κυρίαρχο είδος σε ασβεστόλιθο και σχιστόλιθο. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά οποιουδήποτε τύπου εδάφη, ελαφριά, μέτρια, έως και πολύ βαριά πηλώδη, αρκεί να έχουν καλή αποστράγγιση. Επιβιώνει σε φτωχά εδάφη και επίσης σε πολύ όξινα έως και πολύ αλκαλικά (pΗ από 4 μέχρι και 8).

Χρησιμότητα: Το ξύλο, συμπαγές, ανθεκτικό και ευκατέργαστο, δεν σαπίζει. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μολυβιών, εργαλείων, κ.λ.π. Πρακτικά θεωρείται ότι είναι απρόσβλητο από έντομα, λόγω της μεγάλης παρουσίας ελαίων. Πολύ χρήσιμο φυτό στην ιατρική (διουρητικό, τονωτικό), ζαχαροπλαστική, μαγειρική και αρωματοποιία. Οι καρποί του έχουν μια γλυκόπικρη γεύση και ευχάριστο πικάντικο άρωμα που το κάνουν κατάλληλο στον αρωματισμό των τροφών και αλκοολούχων ποτών, ιδιαίτερα του τζιν και λικέρ. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική , εν τούτοις σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει καταστροφή των νεφρών.

Πικροδάφνη (Nerium oleander L.)

Περιγραφή: Θάμνος αειθαλής, ή μικρό δένδρο, με έναν ή περισσότερους κορμούς-κλαδιά, που φύονται κατευθείαν από τη βάση. Αποκτά 4 μ. ύψος και διάμετρο. Ολόκληρο το φυτό είναι πολύ δηλητηριώδες. Συναντάται σε όχθες ποταμών, πάνω σε άμμο και χαλίκια ποταμών σε ολόκληρη τη χώρα. Τα φύλλα του είναι μεγάλα επιμήκη λογχοειδή (10-15 εκ.). Καλύπτουν τα κλαδιά καθ’ όλο το μήκος τους από τη βάση. ’νθη ερμαφρόδιτα, σε επάκριες εντυπωσιακές ταξιανθίες στην άκρη των κλαδιών, χωνοειδή, με λεπτό άρωμα. Το χρώμα ποικίλει (συνήθως ροζ, σπανιότερα λευκό ή κόκκινο βαθύ). Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Οκτώβριο. Οι καρποί είναι στενόμακρες κάψες. Όταν ωριμάσουν (γύρω στον Οκτώβριο), ανοίγουν κατά μήκος και απελευθερώνουν τα σπέρματα που φέρουν θύσανο τριχών.

Γενικές πληροφορίες: Θέλει ευήλιο μέρος. Δεν επιδέχεται σκίαση, αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες, στην ξηρασία και στην έκθεση σε θαλάσσιους ανέμους. Δεν είναι ανθεκτικό στο κρύο αν και αντέχουν σε μικρές περιόδους με θερμοκρασίες κάτω από –10 °C. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη. Προτιμά ξηρά ή νωπά εδάφη, μέτρια έως πολύ βαριά, αλλά καλά αποστραγγιζόμενα και γόνιμο καλοστραγγισμένο έδαφος. Αντέχει σε ασβεστώδη εδάφη.

Χρησιμότητα: Η χρήση της είναι περιορισμένη, κυρίως στην ιατρική, στην παραγωγή χρώματος, στη δημιουργία φραχτών και στη σταθεροποίηση εδαφών και σαν παρασιτοκτόνο ή εντομοκτόνο. Κατάλληλο για διακόσμηση. Η επαφή με το δέρμα μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό, ενώ η βρώση του γαλακτώδους του χυμού (ολεναδρίνη, ουσία αδιάλυτη στο νερό), απορροφάται εύκολα από τον οργανισμό και οδηγεί στο θάνατο.

Οστριά (Ostrya carpinifolia Scop.)

Περιγραφή: Όμορφο φυλλοβόλο δέντρο, που φθάνει τα 15 μ. ύψος και 15 μ. διάμετρο, με τραχύ λεπιδωτό φλοιό. Τα φύλλα του είναι λεπτά ημιδιαφανή με τριχωτό μίσχο και με διπλούς οδόντες. Μόνοικο είδος. Τα αρσενικά είναι ίουλοι κίτρινοι επιμήκεις 3-7 εκ. Τα θηλυκά είναι μικρά πράσινα. Ανθίζει το Μάιο με Ιούνιο. Οι καρποί μοιάζουν με κουκουνάρια. Αποτελούνται από λέπια, το κάθε ένα από τα οποία φέρει ένα μικρό πεπλατυσμένο κάρυο. Ωρίμανση τον Ιούνιο με Ιούλιο.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο, αντέχει σε μερική σκίαση αλλά όχι στην ξηρασία. Συναντάται σε φυλλοβόλα δάση και θαμνώνες, ανοιχτά δάση πεύκης, πολύ συχνά σε ξηρούς και πετρώδεις ασβεστολιθικούς λόφους από 0 έως 1.700 μ. Τα φυτά είναι ανθεκτικά μέχρι τους –20 °C. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη, χαλαρά, μέτρια ή βαριά, ωστόσο καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη. Παρουσιάζει άριστη ανάπτυξη σε ασβεστόλιθο.

Χρησιμότητα: Το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ. Χρησιμοποιείται για φράκτες και την κατασκευή μικροαντικειμένων.

Παλιούρι (Paliurus spina-christi Mill.)

Περιγραφή: Είναι φυλλοβόλος θάμνος, φθάνει τα 5 μ. ύψος και διάμετρο. Τα κλαδιά είναι ευλύγιστα και εξαιρετικά ακανθώδη. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μήκους 2-4 εκατοστών, με παρυφές είτε λειόχειλες, είτε πριονωτές. Ερμαφρόδιτο.

’νθη κίτρινα έως κιτρινοπράσινα, πολύ μικρά σε βότρεις. Ανθίζει Μάιο-Ιούνιο. Ο καρπός κιτρινοκόκκινος στρογγυλός, ξυλώδης, με πτερύγια. Φέρει ένα πτερύγιο που στη βάση του περιέχει τον σπόρο. Οι σπόροι του ωριμάζουν από Οκτώβριο μέχρι και Δεκέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο, αντέχει σε μερική σκίαση και στην ξηρασία. Ανθεκτικό στους –15 °C. Προτιμά τα ξηρά και νωπά, χαλαρά, μέτρια ή βαριά εδάφη. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη και  καλύτερα σε ασβεστώδη εδάφη.

Τραχεία πεύκη (Pinus brutia Mill.)

Περιγραφή: Είναι δέντρο αειθαλές που φθάνει τα 20 μ. ύψος και 7 μ. διάμετρο. Βελόνες ανά δύο, σε σπειροειδή διάταξη στα κλαδιά. Είναι πράσινες δύσκαμπτες, περιστρεφόμενες, με οδόντωση που γίνεται αισθητή στην αφή. Το μήκος τους φθάνει τα 20 περίπου εκ. Περιέχουν ρητινοφόρους αγωγούς. Είναι μόνοικο είδος με μονογενή άνθη. Τα άρρενα σχηματίζουν κίτρινους ιούλους, ενώ τα θήλεα έχουν κόκκινο χρώμα και τη μορφή μικρού κώνου. Ανθίζει από το Μάρτιο έως Απρίλιο. Τα άνθη του δεν μπορούν να αυτογονιμοποιηθούν. Οι κώνοι είναι καστανοί σε ώριμη ηλικία. Δεν έχουν ποδίσκο και σχηματίζουν σπονδύλους. Οι σπόροι του ωριμάζουν τον Απρίλιο και Μάιο του τρίτου χρόνου μετά την άνθιση. Είναι πολύ σκληροί και στηρίζονται σε πτερύγιο που τα βοηθά να διασκορπίζονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος που έχει εισαχθεί στο Μενοίκιο. Αναπτύσσεται σε αμμώδη, χαλικώδη ή βραχώδη μέρη. Δεν επιδέχεται καθόλου σκίαση, αντέχει στην ξηρασία και σε δυνατούς ανέμους. Είναι ευαίσθητα στους παρατεταμένους παγετούς όταν είναι μικρά, αλλά γενικά παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στο κρύο σε ώριμη ηλικία. Εξαιρετικά λιτοδίαιτο είδος. Μπορεί να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη, αλλά προτιμά τα ξηρά ή νωπά, ελαφριά και μέτρια, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Πολύ μεγάλης οικολογικής αξίας για τα μεσογειακά οικοσυστήματα. Το ξύλο, το πριονίδι και το ρετσίνι μπορούν να προκαλέσουν δερματίτιδα σε ανθρώπους με σχετική ευαισθησία. Οι χρήσεις του είναι περιορισμένες, κυρίως στην ιατρική, την παραγωγή ρετσίνης, χρωμάτων, τανίνης, βερνικιών κ.ά. Φυτεύεται για τη δημιουργία προστατευτικών ζωνών σε αστικές περιοχές.

Κοκορεβιθιά (Pistacia terebinthus L.)

Περιγραφή: Είναι φυλλοβόλο μικρό δέντρο ή θάμνος, με έντονη οσμή ρητίνης. Φθάνει μέχρι τα 9 μ. ύψος και 6 μ. διάμετρο. Συναντάται σε ξηρά ανοιχτά δάση και θαμνώνες, συνήθως πάνω σε ασβεστούχα εδάφη. Τα φύλλα του είναι σύνθετα περιττόληκτα (7-13 άμισχα ελλειψοειδή φυλλάρια). Επάνω επιφάνεια στιλπνή, κάτω γκριζοπράσινη. Φυτό δίοικο. Δεν αυτογονιμοποιείται. Τα άνθη είναι μικρά καστανοκόκκινα. Αναπτύσσονται σε διετείς βλαστούς, σε πυκνές ταξιανθίες την άνοιξη μαζί με τα πρώτα φύλλα. Ανθίζει Μάιο-Ιούλιο. Καρποί κοκκινωπές στην αρχή δρύπες και καστανές στη συνέχεια, με σκληρό περίβλημα. Ωριμάζουν Οκτώβριο με Νοέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Αντέχει την ξηρασία, όχι όμως τη σκίαση. Είναι ανθεκτικό στο κρύο και στους θαλασσινούς ανέμους. Προτιμά ξηρά ή νωπά εδάφη, ελαφριά έως μέτρια και καλά αποστραγγιζόμενα. Μπορεί να αναπτυχθεί σε όξινα, ουδέτερα έως πολύ αλκαλικά εδάφη. Τα αρσενικά και τα θηλυκά πρέπει να συγκαλλιεργούνται για να παραχθεί ο σπόρος.

Πλάτανος (Platanus orientalis L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο δέντρο ταχυαυξές, φθάνει τα 30 μ. ύψος και διάμετρο. Αναπτύσσεται δίπλα σε ποτάμια. Δημιουργεί χονδρό κορμό που φθάνει σε διάμετρο και τα 3 μ. Τα φύλλα του είναι έλλοβα με 5-7 λοβούς και μεγάλα παράφυλλα. Οι παρυφές είναι οδοντωτές. Στην αρχή φέρουν πυκνό τρίχωμα που στη συνέχεια πέφτει. Είναι μόνοικο είδος. ’νθη μονογενή. Ταξιανθίες σφαιρικές που κρέμονται ανά 2-6 κατά μήκος ενός μακρύ μίσχου, σε διαφορετικά κλαδιά τα δύο γένη. Ανθίζει Μάρτιο και Μάιο. Οι καρποί του είναι πολύσπερμοι και αγκαθωτοί. Οι σπόροι του ωριμάζουν από Οκτώβριο μέχρι Φεβρουάριο.

Γενικές πληροφορίες: Φωτόφυτο είδος, αντέχει την ξηρασία, την ατμοσφαιρική  ρύπανση και τους δυνατούς ανέμους. Προτιμά τα νωπά εδάφη και αναπτύσσεται σε ελαφριά, μέτρια ή βαριά, όπως επίσης, σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Χρειάζεται ευήλιο μέρος και βαθύ γόνιμο, καλοστραγγισμένο έδαφος.

Λευκή λεύκη (Populus alba L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο δέντρο, με κορμό μεγάλο και φλοιό γκριζωπό. Φθάνει τα 20 μ. ύψος και 12 μ. διάμετρο. Παρουσιάζει διφυλλία. Τα φύλλα των βραχυκλαδίων έχουν παρυφές κολπωτά οδοντωτές  και των μακροκλαδίων είναι έλλοβα (μεγάλα δερματώδη, 10Χ8 εκ. με 3-5 λοβούς). Στην κάτω επιφάνεια φέρουν λευκό επίχρισμα, που δίνει την αίσθηση του λευκού δένδρου. Είναι δίοικο είδος, τα άνθη του δεν αυτογονιμοποιούνται.  Ανθίζει το Μάρτιο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη δημιουργούν μεγάλους ιούλους. Καρπός κάψα. Περιέχουν τριχωτά σπέρματα, που μεταφέρονται από τους ανέμους σε μεγάλες αποστάσεις. Ωριμάζουν πολύ νωρίς (Μάρτιο με Απρίλιο).

Γενικές πληροφορίες: Δεν αντέχει στη σκίαση ούτε σε παγετούς, αλλά αντέχει σε δυνατούς ανέμους. Συναντάται σε δάση και παρυδάτιες περιοχές. Ευδοκιμεί σε ξηρότερα εδάφη από ότι τα άλλα μέλη του γένους. Δεν μεγαλώνει σε εκτεθειμένα υψίπεδα αλλά αντέχει στην παραθαλάσσια έκθεση αν και μπορεί να αποκλαδωθεί απ’ τον αέρα. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη, αλλά αναπτύσσεται σε όλους του τύπους, από ελαφριά αμμώδη μέχρι πολύ βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Επίσης ζει σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Πρέπει να συγκαλλιεργηθούν για να παραχθεί ο σπόρος. Διασταυρώνεται εύκολα με άλλα μέλη του ιδίου γένους.

Χρησιμότητα: Αποτελεί τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται περιορισμένα στη μαγειρική, στην ιατρική, στη δημιουργία ανεμοφραχτών, στην παραγωγή αυξητικών ορμονών για φυτά και χρώματος. Καλλιεργείται επίσης για το ξύλο του, το οποίο όμως δεν είναι καλής ποιότητας. Κατάλληλο για διακόσμηση.

Μαύρη λεύκη (Populus nigra L.)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο δέντρο φθάνει τα 30 μ. ύψος και 20 μ. διάμετρο. Φτάνει στην ωριμότητα στα 100 χρόνια και μετά παρακμάζει. Βρίσκεται σε νωπά εδάφη μέσα σε δάση και παράπλευρα ρευμάτων. Τα φύλλα του έχουν τριγωνικό ή ρομβοειδές σχήμα, με οδοντωτές παρυφές. Η επάνω επιφάνεια είναι βαθυπράσινη και η κάτω ανοιχτοπράσινη. Είναι δίοικο είδος, δεν αυτογονιμοποιούνται τα άνθη του. Ανθίζει τον Μάρτιο και Απρίλιο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη δημιουργούν μεγάλους κρεμαστούς ιούλους. Καρπός κάψα. Περιέχουν τριχωτά σπέρματα, που μεταφέρονται από τους ανέμους σε μεγάλες αποστάσεις. Ωριμάζουν πολύ νωρίς (Απρίλιο και Μάιο).

Γενικές πληροφορίες: Αντέχει στους ισχυρούς ανέμους και στην ξηρασία όχι όμως στη σκίαση. Είναι σχετικά ανθεκτικά στον άνεμο, αν δεν μεγαλώνει σε εκτεθειμένα υψίπεδα μέρη. Δεν αντέχει τη σκιά και τον υπόγειο ή υπέργειο ανταγωνισμό (δεν ανέχεται άλλα δένδρα κοντά του). Ζει σε χαλαρά, μέτρια έως πολύ βαριά εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται επίσης σε όξινα, ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη Αναπτύσσεται λιγότερο σε υγρά, φτωχά, όξινα εδάφη και λεπτά ξηρά εδάφη. Πρέπει να συγκαλλιεργηθούν για να παραχθεί ο σπόρος. Διασταυρώνεται εύκολα με άλλα μέλη του ιδίου γένους.

Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική, περιορισμένα στη μαγειρική, στην παραγωγή αυξητικής ορμόνης για μοσχεύματα, σε ανεμοφράχτες και για χαμηλής ποιότητας ξυλοκατασκευές.

Αγριοκερασιά (Prunus mahaleb L.)

Περιγραφή: Συνήθως εμφανίζεται ως θάμνος. Σπάνια έχει τη μορφή μικρού δένδρου. Μέγιστο ύψος 9 μ. και διάμετρο κόμης 9 μ. Τα φύλλα του είναι πλατιά, οξυκόρυφα, με πριονωτές συνήθως παρυφές. Η κάτω επιφάνεια συχνά φέρει ελαφρύ χνούδι. Η επάνω είναι γυαλιστερή σκούρα πράσινη. Τα άνθη είναι λευκά. ’λλοτε μυρίζουν ωραία και άλλοτε είναι άοσμα. Δημιουργούν μικρές όρθιες ταξιανθίες. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Οι καρποί, τα αγριοκέρασα, είναι σφαιρικά και αλλάζουν πολλές φορές χρώμα μέχρι να ωριμάσουν (πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, μαύρο). Ωριμάζουν τον Ιούνιο. 

Γενικές πληροφορίες: Είδος φιλόφωτο. Ευδοκιμεί σε ευήλιο ή μερικά σκιερό μέρος, παράγει όμως καρπούς μόνο σε ευήλιο μέρος. Ξηρανθεκτικό φυτό, αλλά δεν αντέχει τη φτωχή αποστράγγιση. Ευδοκιμεί σε καλοστραγγισμένο υγρό πηλώδες έδαφος και αναπτύσσεται καλύτερα σε φτωχό έδαφος. Προτιμά ασβεστόλιθο, αλλά ίσως χλωριωθεί εάν υπάρχει σε υπερβολικές ποσότητες.

 Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται σαν υποκείμενο κερασιάς και παράγει σταθερά, με ισχυρό ριζικό σύστημα, δένδρα. Είναι συμβατό με τις ποικιλίες γλυκιάς και ξινής κερασιάς.

Πουρνάρι (Quercus coccifera L)

Περιγραφή: Στην κανονική του μορφή είναι αείφυλλο δένδρο που φθάνει ύψος τα 15 μ. και διάμετρο κόμης τα 25 μ. Όμως συνήθως αναπτύσσεται σε περιοχές με έντονη βοσκή ή υπερξύλευση, καταλαμβάνοντας τους χώρους των φυτών που δεν αντέχουν στην υπερεκμετάλλευση και έτσι εμφανίζεται ως μικρός ή μεγάλος πολύκλαδος αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος. Τα φύλλα του είναι πολύ σκληρά δερματώδη. Η κορυφή είναι ακανθώδης.

Οι παρυφές στα μεν υψηλότερα φύλλα, όπου δεν φθάνουν τα ζώα να τα βοσκήσουν είναι κυματιστά κολπωτές και λείες. Τα κατώτερα φύλλα είναι μικρότερα σκληρότερα και οι παρυφές του καταλήγουν σε ισχυρά αγκάθια.

Η πάνω επιφάνεια είναι σκούρο πράσινη και η κάτω ανοιχτότερου χρώματος. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά σχηματίζουν κρεμαστούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών. Τα θηλυκά είναι μόνα τους ή ανά δύο (σπάνια ανά τέσσερα) στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι ακανθώδη, σκληρά όρθια ή στραμμένα ελαφρά προς τα πίσω. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει καφέ χρώμα. Είναι μακρόστενος ή κυλινδρικός. Ωριμάζει τον Οκτώβριο και Νοέμβριο την επόμενη από την άνθηση χρονιά και πέφτει αμέσως.

Γενικές πληροφορίες: Παρουσιάζουν μεγάλη ανθεκτικότητα σε μεγάλο εύρος κλιματικών συνθηκών. Εμφανίζονται από το κύμα της θάλασσας και φθάνουν μέχρι τη ζώνη της ελάτης, όπου συχνά δημιουργεί τον υπόροφό της. Είναι φωτόφιλα είδη. Αντέχουν σε μερική σκίαση αλλά τότε δεν αναπτύσσονται καλά σε ύψος. Αντέχει σε όλες τις εδαφικές συνθήκες. Προτιμά όμως εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται πολύ καλά και σε ασβεστούχα εδάφη.

Χρησιμότητα: Είναι από τους πλέον ανθεκτικούς θάμνους στη βόσκηση. Παραβλαστάνει εύκολα και σπάνια δείχνει να εξαντλείται. Διατηρεί τον κορμό του ακόμη και ως φρύγανο, όταν  υπερβόσκεται. Το ξύλο είναι σκληρό, αλλά συνήθως μικρών διαστάσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο και για την παραγωγή ξυλάνθρακα.

Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto Ten.)

Περιγραφή: Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και 30 μ., με κόμη στην αρχή ωοειδή και στη συνέχεια κυκλικής διαμέτρου 15 μ. Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα, με λοβωτές παρυφές. Οι κόλποι μπορεί να είναι αβαθείς ή βαθύτατοι, φθάνοντας ακόμη και μέχρι το κεντρικό νεύρο. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή είναι τριχωτή, αλλά το τρίχωμα σύντομα εξαφανίζεται. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο.

Τα αρσενικά σχηματίζουν κρεμαστούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών. Τα θηλυκά σχηματίζουν ταξιανθίες στην κορυφή των ετησίων δακτυλίων ή στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι πυκνά, λογχοειδή, τριχωτά. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει καφέ χρώμα. Είναι μακρόστενος ή κυλινδρικός. Ωριμάζει το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο της επόμενης από την άνθηση χρονιάς και πέφτει αμέσως.

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος ημισκιόφυτο. Επιβιώνει και σε σοβαρή σκίαση, παραμένει όμως σε νανώδη μορφή. Αντέχει στους παρατεταμένους παγετούς και στους δυνατούς ανέμους. Προτιμά εύφορο, βαθύ γόνιμο πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα οξύτητας του εδάφους, εκτός και αν οι τιμές είναι ακραίες. Δεν αντέχει ξηρά, αβαθή, άνυδρα εδάφη.

Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα (ιδίως για τους χοίρους). Το ξύλο είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.

Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens L)

Περιγραφή: Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Παρουσιάζει έντονη πολυφυλλία.

Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Χαρακτηριστικό των φύλλων είναι το πυκνότατο χνούδι της κάτω πλευράς και ο κοντός χνουδωτός μίσχος. (Χνουδωτές είναι και οι δύο επιφάνειες των φύλλων, όταν αυτά είναι λίγων εβδομάδων). Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό.

Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι πυκνά, μαλακά, χνουδωτά. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει ανοιχτό καστανό χρώμα. Ωριμάζει τον Οκτώβριο και Νοέμβριο τον ίδιο χρόνο της άνθησης.

Γενικές πληροφορίες: Είναι θερμόβιο και φιλόφωτο είδος. Τα  νεαρά φυτά αντέχουν μόνο σε μέτρια σκίαση, όμως εάν δεν λιάζονται επαρκώς παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη. Αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους χειμερινούς παγετούς. Προτιμά εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις. Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.

Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα. Το ξύλο της αποτελεί άριστο καυσόξυλο, για τους παραδασόβιους πληθυσμούς. Καλά δένδρα δίνουν ξύλο άριστης ποιότητας για την ξυλουργική και την επιπλοποιία. Το ξύλο της είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.

Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina)

Περιγραφή: Μικρός ακανθωτός θάμνος. Το ύψος και η διάμετρος της κόμης δεν ξεπερνά τα 3 μ. Τα φύλλα του είναι σύνθετα με 2 έως 3 ζεύγη παράφυλλα. Παρυφές οδοντωτές. Το χρώμα των φύλλων είναι συνήθως βαθυπράσινο ή γλαυκοπράσινο. Τα άνθη της είναι πολύ όμορφα λευκά ή κόκκινα είτε μόνα τους, είτε σε φόβες. Ανθίζει από το Μάρτιο μέχρι και το Μάιο. Οι καρποί είναι σφαιρικές κόκκινες ράγες, οι οποίες ελκύουν πολλά είδη πουλιών, σφήκες και έντομα. Ο καρπός ωριμάζει τον Ιούλιο μέχρι και το Σεπτέμβριο. 

Γενικές πληροφορίες: Είναι ιδιαίτερα φωτόφιλο είδος. Όταν μεγαλώνει σε πυκνή σκιά δεν ανθίζει και δεν δίνει καρπούς. Ευδοκιμεί στα περισσότερα εδάφη. Προτιμά όμως τα βαθιά αργιλώδη και ουδέτερα. Αναπτύσσεται ακόμη και σε υγρά εδάφη αλλά αποφεύγει εδάφη κορεσμένα με νερό, όπως και τα πολύ ξηρά μέρη.

Χρησιμότητα: Είναι πολύ όμορφος θάμνος. Δημιουργήθηκαν πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες, με πολυποίκιλα αρωματικά τριαντάφυλλα, ακόμη και αναρριχόμενες μορφές.

Λευκή ιτιά (Salix alba L.)

Περιγραφή: Δέντρο φυλλοβόλο, φθάνει τα 25 μ. ύψος και 10 μ. πλάτος. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, με οξεία κορυφή. Στους πρώτους μήνες μετά την έκπτυση καλύπτονται και στις δύο επιφάνειες με ελαφρό τρίχωμα, το οποίο από την επάνω επιφάνεια εξαφανίζεται σύντομα.

Φυτό δίοικο. Τα θηλυκά και αρσενικά άνθη της είναι κιτρινωπά και βρίσκονται σε αφιστάμενους κυλινδρικούς ιούλους, που εκπτύσσονται από τη βάση των φύλλων. Είναι πολύ μικρά. Εμφανή σημεία των αρσενικών είναι οι δύο σχετικά μεγάλοι κίτρινοι στήμονες. Τα θηλυκά σχηματίζουν μια κωνική πράσινη ωοθήκη. Ανθίζει Απρίλιο και Μάιο. Επικονιάζεται συνήθως με μέλισσες. Ο καρπός είναι κάψα, με μακριές μεταξωτές ίνες.  Οι σπόροι του ωριμάζουν τον Ιούνιο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Συναντάται δίπλα σε ρέματα και ποτάμια, βάλτους, δάση και υγρά έλη και γενικά σε πλουσιότερα εδάφη. Δεν αντέχει σε σκίαση ούτε και στους παγετούς, αντέχει όμως σε δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και σε υψηλές θερμοκρασίες. Προτιμά τα νωπά και υγρά ή βαλτώδη εδάφη, ελαφριά, μέτρια έως πολύ βαριά. Ανέχεται εποχική κάλυψη των ριζών της από νερό, νεκρώνεται όμως εάν το  νερό παραμείνει στάσιμο. Αναπτύσσεται σε όξινα και ουδέτερα εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο της, όταν προέρχεται από δένδρα μεγάλης διαμέτρου, χρησιμοποιείται στην παραγωγή σπίρτων και φύλλων επενδύσεων. Τα μικρής διαμέτρου ξύλα, χρησιμοποιούνται στην κυτοποιία, στη λεπτοξυλουργική και στη γλυπτική. Χρησιμοποιείται ευρέως για την παραγωγή ξύλου θρυμματισμού, σε μοριόπλακες και χαρτοπολτό. Ο ξυλάνθρακάς της χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυρίτιδας. Αποτελεί τροφή για την άγρια πανίδα. Βρίσκει χρήση στην ιατρική, μαγειρική,  καλαθοποιία, χαρτοποιία, κ.λ.π.

Σουρβιά η αντιδυσεντερική (Sorbus torminalis)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο μέτριου ύψους δένδρο, 10-15 μ. (σπανιότερα 20 μ.). Η κυκλική κόμη της είναι πυκνή και φθάνει διάμετρο τα 15 μ.  Έχει ωραία έμμισχα παλαμόλοβα φύλλα, βαθιά οδοντωτά, πράσινα το καλοκαίρι και κόκκινα το φθινόπωρο. Τα άνθη είναι μικρά και λευκά. Σχηματίζουν χαλαρές ταξιανθίες. Ανθίζει το Μάιο ή Ιούνιο. Ο καρπός είναι βρώσιμος, αλλά λίγο πικρός. Στην αρχή είναι κόκκινος και στη συνέχεια γίνεται καστανός, με ανοιχτότερα στίγματα. Ωριμάζει το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Αυξάνει συνήθως στην περίμετρο των συστάδων ή σε ανοίγματα όπου δέχεται ανεμπόδιστα τον ήλιο. Αντέχει όμως και στη σκιά αλλά τότε δεν δίνει καλούς καρπούς. Χρειάζεται νωπά εδάφη, εύφορα και ασβεστούχα. Ευδοκιμεί όμως στα περισσότερα εδάφη αρκεί να μην είναι πολύ φτωχά ή όξινα.

Χρησιμότητα: Είναι είδος γνωστό για τους καρπούς του οι οποίοι όμως πιθανά να περιέχουν υδροκυάνιο. Αυτό είναι το στοιχείο που τους δίνει το χαρακτηριστικό άρωμα. Εκτός από την περίπτωση που είναι ιδιαίτερα πικρά, είναι απολύτως ασφαλής η χρήση τους σε μικρές ποσότητες. Η λογική χρήση μπορεί να βελτιώσει την αναπνοή σε περιπτώσεις δύσπνοιας όπως και τη χώνεψη, γεγονός που της έδωσε το όνομα η «δυσεντερική». Το ξύλο της είναι πολύ καλής ποιότητας. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την κατασκευή εργαλείων και τορνοξυλουργική.

Φιλύρα (Tilia tomentosa)

Περιγραφή: Φυλλοβόλο δένδρο. Φθάνει σε ύψος τα 25 μ. και πλάτος κόμης τα 20 μ. Τα φύλλα του είναι τα χαρακτηριστικά μεγάλα καρδιόσχημα σχεδόν κυκλικά (7Χ13 εκ.). Οι παρυφές είναι οδοντωτές και σπάνια έλλοβες. Κάτω επιφάνεια και μίσχος είναι καλυμμένα με λευκό πίλημα. ’νθη ερμαφρόδιτα λευκού ή κίτρινου  χρώματος σε ταξιανθίες. Παράγουν άφθονο νέκταρ. Ανθίζει το χειμώνα (Δεκέμβριο μέχρι Φεβρουάριο). Ο καρπός είναι μικρό κάρυο, με πίλημα και ξυλώδες περικάρπιο.

Γενικές πληροφορίες: Ευδοκιμεί σε ευήλιο ή ημισκιερό μέρος. Προτιμά ηπειρωτικό κλίμα, αλλά όχι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Είναι βραδυαυξές σε δυσμενή περιβάλλοντα. Δεν παράγει γόνιμο καρπό σε περιοχές με κρύα καλοκαίρια. Προτιμά εύφορο, υγρό, πηλώδες, αλκαλικό προς ουδέτερο έδαφος, αλλά ευδοκιμεί και σε ελαφρώς όξινα εδάφη. Μεγαλώνει σε φτωχά, πολύ ξηρά ή πολύ υγρά εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο της είναι ελαφρύ, μαλακό, μικρής όμως αντοχής, ομοιογενές, ευκατέργαστο και εύσχιστο. Τα φύλλα της παρέχουν αφέψημα πολύ καλής γεύσης.

Βιβούρνο (Viburnum tinus)

Περιγραφή: Αειθαλής θάμνος ύψους και διαμέτρου 4 μ.  Εμφανίζεται σε όλη τη θερμή ζώνη της χώρας. Δημιουργεί ωραίο πυκνό φύλλωμα. Τα φύλλα είναι ωοειδή, ρυτιδωμένα, πολύ σκληρά και συνήθως χνουδωτά από την κάτω επιφάνεια. Λευκά ή ροδίζοντα στον εξωτερικό χώρο, με ωραίο άρωμα άνθη. Σχηματίζουν εντυπωσιακά σκιάδια. Ωρίμανση από το Μάρτιο μέχρι το Μάιο. Οι καρποί ζωηρού μεταλλικού μαύρου-μπλε χρώματος, ωριμάζουν το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Μετά την ωρίμανση παραμένουν στο φυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα και πολλές φορές συνυπάρχουν με τα άνθη της επόμενης χρονιάς.

Γενικές πληροφορίες: Ευδοκιμεί σε μέτρια σκιά, αλλά καλύτερα αναπτύσσεται σε ευήλιο μέρος. Σχετικά ανθεκτικό στον άνεμο, χρειάζεται όμως προστασία από τους κρύους βόρειους, δυτικούς ανέμους. Το είδος είναι ανθεκτικό στους –10 °C. Δεν ευδοκιμεί στις ψυχρές περιοχές της χώρας.  Ευδοκιμεί σε όξινα και σε αλκαλικά εδάφη, αλλά δεν προσαρμόζεται καλά σε φτωχά εδάφη και σε ξηρά μέρη. Προτιμά βαθύ, πλούσιο, υγρό, πηλώδες έδαφος σε ευήλιο μέρος. Μεγαλώνει  ικανοποιητικά και σε βαθιά αργιλώδη εδάφη

Λυγαριά (Vitex agnus castus)

Περιγραφή: Μικρός ευλύγιστος, φυλλοβόλος θάμνος (ύψος 3 μ. διάμετρος κόμης 3 μ.), που φυτρώνει σε ρέματα συνεχούς ή εποχιακής ροής. Τα φύλλα του είναι σύνθετα. Αποτελούνται από 5-7 γκριζοπράσινα φυλλάρια, χνουδωτά. Έχουν ωραία οσμή. Δημιουργούν άφθονες σταχυόμορφες ταξιανθίες, όρθιες, αρωματικές, κωνικές και επιμήκεις. Ποικιλόμορφα άνθη με διάφορα χρώματα, όπως λιλά, λευκά ή ροζ. Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο. Ο καρπός είναι αρωματική δρύπη που ωριμάζει το φθινόπωρο (από Σεπτέμβριο μέχρι Νοέμβριο).

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος πολύ ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, όπως και στις πολύ χαμηλές (είναι ανθεκτικό ακόμη και στους –10 °C). Τα φυτά ανθίζουν σε ζεστό καλοκαίρι. Προτιμά καλοστραγγισμένο πηλώδες έδαφος, σε ζεστό ευήλιο μέρος, προστατευμένο από τους κρύους ξηρούς ανέμους. Ευδοκιμεί και σε ξηρά εδάφη. Δεν θέλει έδαφος κορεσμένο με νερό.

Χρησιμότητα: Διακοσμητικό φυτό. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες. Τα φύλλα και οι μίσχοι είναι πολύ αρωματικά. Το είδος θεωρείται σε πολλές χώρες ως σύμβολο αγνότητας.

Οξιά (Fagus sylvatica)

Περιγραφή: Μεγάλο δένδρο, με ύψος που φθάνει τα 30 μ. Η κόμη στην αρχή είναι κωνική και στη συνέχεια γίνεται πλατιά και θολωτή. Ο φλοιός σε ώριμη ηλικία είναι γκρίζος. Τα φύλλα είναι ελλειπτικά ή ωοειδή. Η βάση είναι σφηνοειδής ή στρογγυλή και η κορυφή οξεία. Τα πλευρά τους είναι ακέραια ή κυματιστά. Το χρώμα στο πάνω μέρος των φύλλων είναι σκούρο πράσινο και στο κάτω ανοιχτοπράσινο. Τα άνθη είναι μονογενή. Τα αρσενικά είναι πολυάριθμα που δημιουργούν σφαιρικά, διχάσια κεφάλια κίτρινου ή κόκκινου χρώματος. Το περιάνθιο είναι τριχωτό. Τα θηλυκά άνθη εκφύονται σε ζεύγη στις άκρες των ετήσιων κλαδιών. Ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο. Ο καρπός είναι κάρυο που περιβάλλεται από ξυλώδες κύπελλο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι ψυχρόβιο δένδρο (δεν φυτρώνει σε χαμηλά υψόμετρα). Χρειάζεται εδάφη νωπά πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Είναι το πλέον σκιανθεκτικό πλατύφυλλο είδος.

Φουντουκιά (Coryllus avellana)

Περιγραφή: Είναι θάμνος ύψους 3-5 μ. Τα φύλλα κυκλικά μήκους 5-10 εκ. Η βάση είναι καρδιόμορφη. Οι παρυφές είναι διπλά οδοντωτές ή μερικές φορές ελαφρά έλλοβες. Η πάνω επιφάνεια είναι βαθυπράσινη με τα νεύρα βυθισμένα, ενώ προεξέχουν στην κάτω επιφάνεια. Στους κλαδίσκους υπάρχουν αδενώδεις τρίχες. Τα άνθη είναι μονογενή. Τα αρσενικά είναι ίουλοι στην αρχή καστανού χρώματος και στη συνέχεια γίνονται κίτρινοι. Τα θηλυκά είναι διχάσια κρυμμένα μέσα στους οφθαλμούς (προεξέχουν μόνο οι ύπεροι). Ο καρπός είναι κωνοειδές κάρυο (φουντούκι). Ωριμάζει το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.

Γενικές πληροφορίες: Αυξάνεται μόνο σε εδάφη που είναι πολύ γόνιμα, δροσερά και χαλαρά.

Καστανιά (Castanea sativa Μ.)

Περιγραφή: Είναι μεγάλο δένδρο που φθάνει σε ύψος τα 25 μ. Ο φλοιός είναι σε νεαρή ηλικία λείος καστανός. Στη συνέχεια αποκτά ξηρόφλοιο και κατά μήκος σχισμές. Τα φύλλα είναι λογχωειδή επιμήκη ελλειπτικά ή ωοειδή με πριονωτές παρυφές. Πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη κάτω ανοιχτότερου χρώματος. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή έχει τρίχωμα που στη συνέχεια το χάνει. Τα άνθη είναι μονογενή. Έχει μεγάλες ταξιανθίες (μήκους 15-20 εκ.). Τα αρσενικά άνθη έχουν χρώμα πράσινο. Τα θηλυκά έχουν έξι λευκά στίγματα (κορυφές της ωοθήκης) που προεξέχουν από το πράσινο περίβλημα. Ανθίζει από Μάιο μέχρι και Ιούλιο.

Ο καρπός είναι κάρυο (τα κάστανα). Βρίσκονται σε κύπελλο που σκεπάζεται από πυκνά αγκάθια. Σε κάθε κύπελλο υπάρχουν 2-3 κάστανα. 

Γενικές πληροφορίες. Απαιτεί βαθιά νωπά εδάφη, χαλαρά και πλούσια σε οργανικά και ανόργανα στοιχεία. Αποφεύγει τα ασβεστολιθικά εδάφη.

Είναι είδος που αντέχει μερική μόνο σκίαση. Αντέχει στους παγετούς, όχι όμως και τους όψιμους ή πρώιμους.