Το Μενοίκιο στο πέρασμα των αιώνων

Το Μενοίκιο ως γεωγραφική ενότητα ήταν πάντα μια αραιοκατοικημένη περιοχή. Το κλίμα, η υγρασία και οι απότομες πλαγιές και ορθοπλαγιές δεν προσφέρονται για μόνιμη κατοικία. Όμως το Μενοίκιο υπήρξε το καταφύγιο του έθνους σε όλες τις δύσκολες περιόδους, που δεν ήταν και λίγες. Γύρω από το βουνό, στους πρόποδές του, αναπτύχθηκαν πολλοί αξιόλογοι οικισμοί στο πέρασμα των αιώνων.

Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινων εγκαταστάσεων βρέθηκαν στην περιοχή του Αγίου Πνεύματος, στις νότιες πλαγιές του Μενοικίου, και στην περιοχή του Σπηλαίου του Αγγίτη, ανατολικά. Στο λόφο Αγριάνστα, τα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή.

Μετά την άλωση της Τροίας, στην ευρύτερη περιοχή εγκαταστάθηκαν φυλές, όπως οι Αγριάνες, Παίοπλοι, Οδόμαντες, κ.ά., που αποτελούσαν πρωτοελληνικά φύλα. Η φυλή των Αγριάνων, έκτισε μια πόλη στις δυτικές πλαγιές του Μενοικίου σε υψόμετρο 650 μ.. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές του Στράβωνα, στα νοτιοδυτικά προβούνια του Μενοικίου, υπήρξε η αρχαία Ζίχνα ή Ίχναι, που κτίσθηκε το 1100 π.Χ., προγονή της σημερινής Ν. Ζίχνης. Οι Δόβηρες κατοίκησαν στις νότιες περιοχές του Μενοικίου, ανάμεσα στη Νέα Ζίχνη και στην Αλιστράτη.

Στους Ανατολικούς πρόποδες του Μενοικίου κτίσθηκε, άγνωστο πότε, η αρχαία πόλη «Σίρις», μητέρα της σημερινής πόλης των Σερρών. Ο Φίλιππος ο Β’ και ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφεραν ν’ αφομοιώσουν τα ντόπια Παιονικά φύλα με τα Θρακικά και τα Πελασγικά.

Η περιοχή γνώρισε μεγάλη άνθιση μετά τη Μακεδονική περίοδο και ιδιαίτερα τη Ρωμαϊκή. Στη Μικρόπολη της Προσοτσάνης βρέθηκε ρωμαϊκός οικισμός που ανήκε στην αποικία των Φιλίππων.

Στις δυτικές και νότιες παρυφές του Μενοικίου, υπήρχε η «Καστρινόστρατα», ένας λιθόστρωτος δρόμος, που συνέδεε την περιοχή των Σερρών με την Εγνατία οδό, εξυπηρετώντας το τοπικό εμπόριο κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, κτίσθηκαν τα πρώτα μοναστήρια στο Μενοίκιο. Το ήσυχο και ήρεμο περιβάλλον, προδιαθέτουν τους μοναχούς στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ολόκληρη η περιοχή είναι γεμάτη από ενδιαφέροντα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Κατά την Τουρκοκρατία, οι κάτοικοι των γύρω χωριών πήραν μέρος σε όλες τις απελευθερωτικές προσπάθειες. Το Μενοίκιο με τις δυσκολίες προσέγγισης, την απουσία δρόμων και τα απόκρημνα, καλά φυλασσόμενα περάσματα, έδινε τη δυνατότητα οργάνωσης των αγώνων.

Το 1821, η Επανάσταση στη Μακεδονία καθοδηγείται από ένα γνήσιο παιδί του Μενοικίου τον Εμμανουήλ Παππά, όμως παρότι αποτυγχάνει και πνίγεται στο αίμα, έδωσε χρόνο στους επαναστάτες της Νότιας Ελλάδας να οργανωθούν καλύτερα. Η περιοχή του Μενοικίου γνωρίζει την πρώτη βουλγαρική κατοχή τον Οκτώβριο του 1912. Όμως σύντομα, στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, απελευθερώνεται από τις Ελληνικές δυνάμεις. Μια νέα βουλγαρική κατοχή (1916-1918) επέρχεται, κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής (1922-1923), πλήθος Ελλήνων προσφύγων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, δίνοντας μια νέα πορεία στην ύπαρξη πολλών οικισμών που που κινδύνευαν από αφανισμό. Κατά τη γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από το βουλγαρικό έδαφος, η περιοχή παίζει σημαντικότατο ρόλο στην άμυνα του έθνους. Τον Απρίλιο του 1941, η περιοχή του Μενοικίου περνά για τρίτη φορά στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο των βουλγαρικών αρχών.

Μια αξιόλογη οικονομική αλλαγή συνέβη την περίοδο μετά το 1840, όταν άρχισε η ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού, η οποία έφθασε στο απόγειό της στα τέλη του 19ου αι.

Ο καπνός σφράγισε ολόκληρη τη νεότερη ιστορία της περιοχής γύρω από το Μενοίκιο. Ο ελληνικής καταγωγής πληθυσμός επιστρέφει, ενώ καταφθάνουν και πολλές οθωμανικές οικογένειες από περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η ενίσχυση της οικονομικής τους δύναμης, βοηθά τις ελληνικές κοινότητες να αναπτύξουν πλούσια πνευματική δράση στα χωριά του Φαλακρού και του Μενοικίου. Χτίζουν εκκλησίες, ιδρύουν σχολεία και αδελφότητες, ενισχύοντας την ελληνική συνείδηση της πλειοψηφίας των κατοίκων. Σήμερα, οι ντόπιοι και οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι συνεχίζουν την παράδοση της καπνοκαλλιέργειας. Ωστόσο, εξαιτίας της μεταπολεμικής κρίσης του καπνού, μετανάστευσαν μαζικά στο εξωτερικό ή στις Ελληνικές μεγαλουπόλεις. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αναπτύχθηκε επίσης η νομαδική κτηνοτροφία από τους Σαρακατσάνους στα ορεινά λιβάδια του Μενοικίου, όπως και στη Ροδόπη. ’γνωστο είναι πότε το Μενοίκιο πήρε τη σημερινή του ονομασία. Κατά την Τουρκοκρατία ονομάζονταν Μπους-νταγ, δηλαδή παγωμένο μέρος. Επίσης, εικάζεται, χωρίς να φαίνεται πιθανό, ότι το Δύσωρο που αναφέρει ο Ηρόδοτος να είναι το Μενοίκιο. Η ονομασία Μενοίκιον, αναφέρεται για πρώτη φορά, στο τυπικό του κτήτορα της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, του Ιωάννου του επισκόπου Ζιχνών. Στη συνέχεια, κατά το 14° αιώνα, ακολούθησαν με αυτή την ονομασία τα χρυσόβουλα και τα προστάγματα των Ανδρονίκων, αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, του Στεφάνου Κράλη της Σερβίας και στο σιγίλιο του Πατριάρχη Ησαΐα. Αργότερα, σε επανάληψη των παραπάνω εγγράφων διατυπώνεται ως Μενοικέως όρος. Επίσης, το βρίσκουμε με τους τύπους: όρος Μενοικιος και όρος του Μενοικίου.